Combined Search
| 4 items total [1 - 4] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Κοράν το,
- βλ. Κοράνιον.
[Λεξικό Κριαρά]
- Κοράνη η.
-
- Το Κοράνι:
- ο Σαρακηνός να ομόσει … εις την Κοράνην του νόμου του (Ασσίζ. 48519).
[ουσ. Κοράνιν με αλλαγή γένους]
- Το Κοράνι:
[Λεξικό Κριαρά]
- Κοράνιν το· άκλ. Κοράν· αιτιατ. Κόραν (τον — το).
-
- Το Κοράνιο:
- (Ασσίζ. 23514).
[<αραβ. Κ̣or᾿ān. Τ. Κουράνιον τον 8. ή 9. αι. Τ. ‑ι και ‑ιο σήμ.]
- Το Κοράνιο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]



