Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Θαλασσίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
Θαλασσίτης ο.
  • Αυτός που κατοικεί στα νησιά και τα παράλια (πιθ. της Άσπρης Θάλασσας = Αιγαίου):
    • Αράπηδες …, Φράγκοι και Θαλασσίτες (Συναδ. φ. 83r).
  • Η λ. ως επών. του αγίου Νικολάου:
    • (Byz. Kleinchron. Β´ 61556).

[<ουσ. θάλασσα + κατάλ. ίτης. Πβ. μτγν. ουσ. θαλασσίτης (L‑S, Lampe)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες