Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Ζαργάνα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαργάνα η [zarγána] Ο25 : 1. είδος ψαριού με στενό και μακρύ ρύγχος, μήκος 40-80 εκατοστά και νόστιμο κρέας: Οι ζαργάνες κυνηγούν άλλα ψάρια στον αφρό με τόση ορμή, που καμιά φορά πηδούν έξω από το νερό. 2. (μτφ.) λεπτή, λυγερή και ευκίνητη γυναίκα.

[μσν. ζαργάνα, ζαργάνη < ελνστ. ζαργάν(η) μεταπλ. ]

[Λεξικό Κριαρά]
Ζαργάνα η.
  • Προσωποπ. του ουσ. ζαργάνα (είδος ψαριού· LBG, λ. η, Κριαρ.):
    • (Οψαρ. 36228).
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go