Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Ζακυνθινός
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
Ζακυνθινός ο· Ζακυθινός· Τζακυθινιός.
  • 1) Αυτός που κατάγεται από τη Ζάκυνθο:
    • Ζακυθινοί, Κορφιάτες κι Απαξιώτες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 49723).
  • 2) (Ως επίθ.) που προέρχεται από τη Ζάκυνθο:
    • κρητικά (ενν. κάτεργα), ζακυνθινά κι εκ την Κεφαλονίαν (Άλ. Κύπρ. 1766).

[<τοπων. Ζάκυνθος + κατάλ. ινός. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go