Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Ευριπιώτης ο· Εγριπιώτης.
-
- Ο κάτοικος της Εύβοιας:
- ερόγεψε (ενν. ο Παλαιολόγος) τους Ευριπιώτες (Χρον. Μορ. H 3083).
[<τοπων. Εύριπος + κατάλ. ‑ιώτης]
- Ο κάτοικος της Εύβοιας:



