Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Ατσίγγανος
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατσίγγανος ο [atsíŋganos] Ο20 : τσιγγάνος. ατσιγγανάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. Aτσίγγανος < ινδ. Atzigan (μέσω των τσιγγάνικων) -ος, (πρβ. παλ. ιταλ. Zingano, γερμ. Zigeuner, τουρκ. çingene)]

[Λεξικό Κριαρά]
Ατσίγγανος ο.
  • Oνομασία λαού, Τσιγγάνος, Γύφτος·
    • (εδώ υβριστ.· βλ. Tσαβαρή, Πουλολ., σ. 340):
      • Aτσίγγανε, μαυρότεχνε (Πουλολ. 127).

[<εθν. Aθίγγανος (βλ. LBG στη λ.). H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατσίγγανος [atsíŋganos] ο, (& τσίγγανος & τσιγγάνος, sp. also Aτσίγγανος)
  • ① Gypsy (syn γύφτος, κατσίβελος):
    • περιπλανώμενος ~ |
    • σκούρος σαν ~ |
    • περνούσαν αποκεί ατσίγγανοι με τις αρκούδες τους (Venezis) |
    • οι ατσίγγανοι ζουν στα κράσπεδα της πολιτείας (Panagiotop) |
    • δεν ξεχώριζε διόλου τον πρωταγωνιστή μέσα στο θόρυβο .. και τα τραγούδια των τσιγγάνων του ρούσικου καμπαρέ (Melas) |
    • folks. ευρίσκουν έν' ατσίγγανο κι ήκαμνε τα καρφιά του (Passow) |
    • rembetiko song τσιγγάν' εσείς, που ξέρετε της τύχης τα γραμμένα (IPetrop) |
    • poem συνάχτηκαν οι ατσίγγανοι, για να σε κάνουν βασιλιά τους (Boumi-P) |
    • in adj function .. τραγούδησες τη λευτεριά των τσιγγάνων | αδελφών σου κλ (ThFotiadis)
  • ② in adj function dirty, messy (syn ακάθαρτος 1, βρώμικος)
  • ⓐ dressed in rags, ragged (syn L ρακένδυτος)

[fr postmed, MG ατσίγγανος 'Gypsy', this fr Hungarian ciga-ny (cziga-ny) 'Hungarian Gypsy' (cf Fr tzigane, whence Eng tzigane); cf Turk çingan]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go