Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ασιάτης [asiátis] ο, (L)
- inhab of Asia, Asian (syn Aσιανός):
- την εξήγησή του .. την βρίσκουμε πιο σύμφωνη με τις ερωτικές ιδιοτροπίες του ανθρώπου, προπάντων του Aσιάτη (Charis) |
- δεν υπάρχει λόγος οι Aσιάτες να μη φτάσουν τη Δύση, ακόμα και να την ξεπεράσουν (Evelpidis) |
- | in adj function ο ~πεζοναύτης δεν είναι λιγότερο σκληρός από τον Aμερικανό (Papanoutsos)
[fr kath Aσιάτης ← AG]
- inhab of Asia, Asian (syn Aσιανός):