Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αρμενία [armenía] η, geogr
- Armenia:
- folks. εγώ κόρη παντρεύτηκα εδώ στην ~
[fr postmed (Somavera) Aρμενία ← K Aρμενία]
- Armenia:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμενιάζω [armenjázo] (& αρμενιάζομαι) region. (Thess,
- Thr, Maced etc) suffer post-partum fever, convulsions, or mental disorder (syn αρμενίζω2):
- η λεχώνα αρμενιάζεται, αρμενιάστηκε [der of Aρμένις] Cf also der αρμένιασμα.
- Thr, Maced etc) suffer post-partum fever, convulsions, or mental disorder (syn αρμενίζω2):