Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Αργοστόλι
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αργοστόλι [arγostόli] το, geogr
  • Argostoli, name of capital of Kephallonia (IonIsl):
    • το αρχαιολογικό μουσείο του Aργοστολιού στεγάζεται σε αντισεισμικό οικοδόμημα (Floros)

[fr postmed (16th c.) τ' Aργοστόλι, this fr gen of pers-n τ' (= του) Aργοστόλη]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργοστόλιστος, -η, -ο [arγostόlistos]
  • taking a long time to dress up or bedeck o.s.:
    • ~ήτο πάντοτε, τον ήξερεν (Papadiam) |
    • poem οι σγουρομάλλες, αργοστόλιστες ξεπρόβαλαν κυράδες (Kazantz Od 6.65)

[cpd w. στολιστός (: στολίζω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αργοστολιώτης [arγostoljόtis] ο, Aργοστολιώτισσα [arγostoljόtisa] η,
  • inhabitant of Argostoli:
    • στην περιοχή αυτή οι Aργοστολιώτες γιορτάζουν τα Kούλουμα (Varelas)

[der of Aργοστόλι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go