Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αλφόνσος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αλφόνσος1 [alfónsos] ο,
  • ① foreign pers-n m, Alfonso.
[Λεξικό Γεωργακά]
αλφόνσος2 [alfónsos] ο,
  • man supported by his girlfriends, gigolo (syn ζιγκολό) ,
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες