Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αλέκα [aléka] η, endear
- pers-n, Alexia, Alexandra
[f of Aλέκος, Aλέξης, Aλέξανδρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλεκάτη [alekáti] η, region. (L & poet ηλακάτη, region. αλακάτη & λεκάτη)
- ① distaff (syn ρόκα):
- poem κ' η Kλωθώ αφού για με στην αδέκαστην | ηλακάτη το νήμα έχει γνέσει (Skipis) |
- η κυρα-Πηνελόπη με την ηλακάτη (Elytis)
- ② techn t. & naut ηλακάτη pole of the mast, skysail mast
[fr ηλεκάτη (Hesych.) ← AG ἠλακάτη, whence dial. ModG ilakáti]
- ① distaff (syn ρόκα):