Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αλάμπρα [alámbra] η, art
- Alhambra, 13th c. Moorish palace w. encircling wall of red sun-dried brick in Granada, Spain:
- στα μέσα του IΓ΄ αιώνα εκορυφώθηκε η οικοδομική δημιουργία των Mωαμεθανών στο τεράστιο κτίσμα της Γρανάδας που φέρει το όνομα ~ (το Eρυθρό) (Kanellop) |
- περπατώντας κάποτε στους κήπους της Aλάμπρας ... είχα νοσταλγήσει να είχα ζήσει ανάμεσά τους (Ouranis)
[fr Span Alhambra ← Arab al-hambra 'the red house']
- Alhambra, 13th c. Moorish palace w. encircling wall of red sun-dried brick in Granada, Spain:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαμπράτσα [alabrátsa] adv, region.
- w. arms linked, arm in arm (syn αγκαζέ, αλαμπρατσέτα, αμπρατσέτο, μπράτσο μπράτσο, χεραγκαλιά):
- πάνε or περπατούν ~ they go or are walking arm in arm
[fr It alle braccia ← a braccio]
- w. arms linked, arm in arm (syn αγκαζέ, αλαμπρατσέτα, αμπρατσέτο, μπράτσο μπράτσο, χεραγκαλιά):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαμπρατσέτα [alambratséta] επίρρ. : από το μπράτσο· αγκαζέ: Πήρε τη μνηστή του ~. Περπατούν πιασμένοι ~.
[ιταλ. a braccetto με αντικατάσταση a > alla > αλα- και τροπή σε θηλ. κατά τα άλλα ιταλ. που αρχίζουν με alla, π.χ. αλατούρκα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαμπρατσέτα [alabratséta] adv, region. & lit
- arm in arm (syn in αλαμπράτσα):
- κάτι διαβόλοι κοκκινοφορεμένοι με τις ουρές τους ~ (Christomanos) |
- ο καπετάνιος, παίρνοντας ~ την ώριμη μνηστή του, ετοιμάστηκε ν' ανεβή τη σκάλα (Karagatsis)
[fr It all' a braccette; cf a braccetto 'arm in arm']
- arm in arm (syn in αλαμπράτσα):



