Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ακράτα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
Ακράτα [akráta] η, geogr
  • ① cape in N. Peloponnesus
  • ② town in Aigialeia, SE of Aigion.
[Λεξικό Γεωργακά]
ακράταγα [akrátaγa] adv (syn
  • in ακράτητα):
    • poem κι ~ χυμούσε βογγώντας η ξυλάρμενη πλωτή στου λιμανιού το στόμα (Kazantz Od 5.334).
[Λεξικό Γεωργακά]
ακράταγος, -η, -ο [akrátaγos] lit
  • ① unrestrained, impetuous, vehement (syn ακάθεκτος, ακατάσχετος, ακράτητος, ορμητικός):
    • άρχισε να τον κυριεύη όρεξη ακράταγη (Palam) |
    • άμα είδε πως ... τόνε βρίζαν όπως δεν περίμενε, ξέσπασε ~ (id.) |
    • η αγάπη του πατέρα ... ξέσπασε τώρα κι ακράταγη ξεχειλάει στα γύρω (Lazaridis) |
    • poem χάλκινο κάστρο υψώσανε στον Tαύρο οι Mαρδαΐτες | για να κρατάν του Aγαρηνού το ακράταγο διάβα (Palam) |
    • του λόγου τ' άνθια ...|...| καθώς βαλμένα ακράταγα χύνονται, ξεχειλίζουν | για τους θεούς τα ονόματα στους ορφικούς τούς ύμνους (id.) |
    • ... ψυχή θεριού για ανθρώπου | δεν ένοιωσε του ακράταγου αθλητή τον ξεπεσμό τον έρμο! (για 'or'; Kazantz Od 19.185) |
    • ~ μονιάς, ακράταγο γαρδέλι, ρουφήχτρα ακράταγη (Kazantz Od)
  • ② passionate, fiery, indomitable (syn in ακράτητος 2):
    • εν' ακράταγο πανθεϊστικό σφιχταγκάλιασμα σατανάδων και αγγέλων (Palam) |
    • ο νιτσιακός απολλωνισμός ... δε σέρνεται από το ακράταγο μυστηριακό μεθύσι του διονυσιασμού (id.) |
    • το ύφος του, το ακράταγο και το ακόλαστο, γιομάτο σοφία (id.) |
    • η αγάπη του πατέρα, που είχε καταπλακωθή στα βάθη του από την πλάκα της υποψίας, ξέσπασε τώρα κι ακράταγη ξεχειλάει στα γύρω (Lazaridis)

[cpd of α- & κρατάω; cf ακράτητος, ακράτηγος, ανεκράτηγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες