Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αθηνιός [aθinjós] ο, Aθηνιά [aθinjá] η, (D)
- inhabitant of Athens, Athenian (syn Aθηναίος, Aθηνιώτης):
- prov κάλλιο αχινό στα στήθη σου |
- παρ' Aθηνιό στο σπίτι σου |
- folks. πού την ηύρες, ξένε μ', αυτήν τη νια, | την ξανθομαλλούσα την Aθηνιά; (DPetrop)
[fr Aθηναῖος, -ναία]
- inhabitant of Athens, Athenian (syn Aθηναίος, Aθηνιώτης):



