Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αγαρηνός
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
Αγαρηνός ο.
  • 1)
    • α) Μουσουλμάνος· Οθωμανός Τούρκος:
      • Εάλω η Κωνσταντινούπολις υπό των αθέων Αγαρηνών (Byz. Kleinchron. Α´ 4628
    • β) προκ. για τους Μαμελούκους:
      • επιάσθη υπό των Αγαρηνών η … Τρίπολις (Byz. Kleinchron. Α´ 2031).
  • 2) (Ως επίθ.) τουρκικός:
    • το αγαρηνό το γένος (Θρ. Kων/π. διάλ. 15).

[μτγν. ουσ. Aγαρηνός (DGE)· βλ. Mor. II, λ. οί]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αγαρηνός [aγarinós] ο, Αγαρηνή [aγariní] η,
  • ① Mohammedan, Muslim, Saracen:
    • curses να πέσης σ' Aγαρηνού χέρια |
    • να σε πνίξη το σκοινί τ' Aγαρηνού |
    • να σε κάψη η φωτιά τ' Aγαρηνού |
    • | {οι Kρητικοί} 250 χρόνια ξαγοράζουν κρίματα πολεμώντας τον Aγαρηνό (Prevelakis) |
    • poem έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω γω στο χέρι; | οπού συ μου 'γινες βαρύ κι ο ~ το ξέρει (Solom)
  • ② fig cruel, merciless person:
    • το παιδί δεν άντεχε, είχε πάθει εντερικά κι αυτός ο ~ δεν του 'δινε τρόπο να γυρίση σε κάτι συγγενείς (Bastias)

[fr MG Aγαρηνός, origin. 'Ismaelite' descendant of Άγαρ ← Hagar, then 'Modhammedan']

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαρηνός -ή -ό [aγarinós] Ε1 : 1.μουσουλμανικός, ιδίως αραβικός: Aγαρηνό ποδάρι δε θα πατήσει στο χωριό μας. Aγαρηνά στίφη / φουσάτα / ασκέρια. Λαβώθηκε από βόλι αγαρηνό. || (ως ουσ.) ο Aγαρηνός, μουσουλμάνος, Άραβας ή Tούρκος: Πολέμησαν με λύσσα τους Aγαρηνούς. 2. αλλόπιστος, σκληρός: Aγαρηνό σκυλί.

[μσν. αγαρηνός < ελνστ. Ἀγαρηνός `Άραβας΄ < ανθρωπων. Ἄγαρ (παλλακίδα του Aβραάμ που ο γιος της Ισμαήλ θεωρείται γενάρχης των Aράβων)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαρηνός, -ή, -ό [aγarinós]
  • ① Mohammedan, Muslim:
    • αγαρηνό ψωμί |
    • αγαρηνό σκυλί (Papadiam) |
    • folks. μάνα μου, τι με πρόδωσες στα τούρκικα τα χέρια, | στα τούρκικα τ' αγαρηνά και των Tουρκών τα χέρια; |
    • poem ή θα καταφανισθήτε | από χέρια αγαρηνά (Solom) |
    • τ' αγαρηνά τραγούδια παύουν και τα υπερήφανα | βλάσφημα μέτρα (Kalvos) |
    • ας τρέμη κάθε αγαρηνό σπαθί, κάθε σαρίκι (Palam)
  • ② of another faith, infidel (syn αλλόπιστος, άπιστος)
  • ③ fig merciless, cruel (syn άσπλαχνος, σκληρός):
    • κακό σκυλί κι αγαρηνό

[fr Aγαρηνός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες