Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Άρτεμη
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
Άρτεμη [ártemi] η, gen Άρτεμης
  • ① AG relig name of the goddess of hunting, Artemis, Diana (syn Aρτέμιδα 1a):
    • ναός της Άρτεμης |
    • το αγαλμάτιο παριστάνει τη θρακική ~ (Bakalakis) |
    • μακάρι .. να είχε σκοτώσει τότε η ~ τη Bρισηίδα με τα βέλη της (Maronitis)
  • ⓐ arche. sculptured or painted image of the goddess Artemis (syn Aρτέμιδα 1b):
    • ακέφαλο αγαλματάκι γυναικείο από τη Θήβα· ίσως ~(Karouzos) |
    • σχέτισε .. το έργο με το αντίγραφο της Άρτεμης Colonna στο Bερολίνο (Bakalakis)
  • ② ModG f pers-n (syn Aρτέμιδα 2) [fr kath Άρτεμις] S. Aρτέμιδα.
[Λεξικό Γεωργακά]
Αρτέμης [artémis] ο, ModG m pers-n (syn Aρτέμιος)
:
  • απάνω σ' αυτό το αγόρι, τον Aρτέμη, απίθωσαν οι μεσόκοποι γονιοί κάτι πρωτοφάνερα γι' αυτούς αισθήματα (GPhPieridis)

[der of Aρτέμιος, q.v.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρτέμης [artémis] ο, orn
  • oceanic bird of the genus Puffinus or Procellaria, esp Cory's shearwater, Procellaria diomedea:
    • οι αρτέμηδες δεν κάνουνε συντροφιά με τα γλαρόνια κι ούτε με τους γλάρους (Segditsas)

[etymology unknown]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go