Combined Search
| 35 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- Άρνη s. Άρνα.
- άρνηση η [árnisi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρνούμαι, που εκφράζει: α. ασυμφωνία, απουσία συγκατάθεσης ή αποδοχής: ~ συμμετοχής / ανάληψης ευθυνών / παραχώρησης δικαιωμάτων. Tα αιτήματα των εργαζομένων συνάντησαν την ~ της εργοδοσίας. β. αντίθεση, αντίδραση, ανυπακοή κάποιου σε κτ.: ~ υποταγής / στράτευσης / εκτέλεσης μιας διαταγής. || ~ υπηρεσίας, η μη εκτέλεση, από δημόσιο υπάλληλο, της υπηρεσίας που του ανατίθεται. γ. αντίρρηση, ασυμφωνία, αντίθεση σε σχέση με την ορθότητα, την αξία, τη χρησιμότητα (απόψεων, θεωριών, δοξασιών κ.ά.): ~ της θρησκείας / της παράδοσης / της χριστιανικής ηθικής / της υλιστικής θεωρίας. || ~ του Θεού, της υπαρξής του. 2. η αρνητική απάντηση, το να λέει κάποιος όχι. ANT κατάφαση: Σε κάθε πρότασή μου απαντούσε με μια πεισματική / κατηγορηματική ~. || (γραμμ.) αποφατική εκφορά σε μια πρόταση ή σε έναν όρο της ή στη σύνδεση προτάσεων, που δηλώνεται με αρνητικό μόριο ή με αρνητική λέξη. || (φιλοσ.) η άρση μιας θέσης: H ~ της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. || (λογ.): Δύο αρνήσεις ισοδυναμούν με μια κατάφαση.
[1: αρχ. ἄρνη(σις) -ση· 2: λόγ. < αρχ. ἄρνησις]
- άρνηση [árnisi] η,
- ① denial, disavowal, negation (near-syn απόκρουση 2):
- ~ |
- gnom η δικαιοσύνη που αργοπορεί είναι ~ δικαιοσύνης (Vrettakos) |
- ήτανε αποφασισμένος να εξακολουθήσει μιαν απόλυτη ~ του εγκλήματός του (Nirvanas) |
- η ανάγκη της επιβολής αποτελεί ~ του δικαίου του ατόμου (Evelpidis)
- ② non-consent, non-compliance, refusal, rejection (syn απόρριψη, ant συγκατάθεση):
- ~ |
- δε θα δεχτεί ~ he will not take 'no' for an answer |
- ~ των πλουσίων να ενισχύσουν οικονομικά το βασιλιά (Vacalop) |
- καμιά ηθική δεν έχει το δικαίωμα να επιβάλει την ~ του καθήκοντος (Panagiotop) |
- η ~ της Συνόδου να του δώσει την άδεια να κηρύχνει το θείο λόγο είχε ξεσηκώσει το Mοριά (Bastias, adapted)
- ⓐ repudiation, renunciation, denial (syn απάρνηση 1, αποκήρυξη 2):
- ~ |
- ο Xριστός του θυμίζει τις τρεις αρνήσεις, ρωτώντας τον τρεις φορές αν είναι πιστός του (Papantoniou) |
- στην ~ των εικόνων επηρεάσθηκαν και άλλοι επίσκοποι (Kanellop) |
- η εποχή μας αναζητεί το νέο της τύπο στην ~ του ατομισμού (Kasimatis) |
- η ~ του πολέμου .. έγινε κατάφαση της ζωής (Sachinis)
- ③ philos & gramm act or result of negation, contradiction (syn απόφαση1, άρση 2b, ant θέση, κατάφαση):
- δυο αρνήσεις κάνουν μια κατάφαση |
- η ~ |
- το άτομο δεν αποτελεί την ~ της κοινωνίας, ούτε η κοινωνία την ~ του ατόμου (Evelpidis) |
- η δουλική μίμηση είναι ~ του πνεύματος (Papanoutsos)
[fr postmed, MG άρνησις ← PatrG, K (also pap), AG ἄρνησις]
- ① denial, disavowal, negation (near-syn απόκρουση 2):
- αρνησι- [arnisi] & αρνησί- [arnisí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & (σπάν.) αρνησο- [arniso] & αρνησό- [arnisó], σε β' τύπους ορισμένων λέξεων : (λόγ.) α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα που χαρακτηρίζουν το πρόσωπο που αρνείται αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: αρνησίθρησκος· αρνησίχριστος και αρνησόχριστος, αυτός που απαρνιέται το Xριστό· ~θεΐα και αρνησοθεΐα, ~θρησκεία, ~πονία· (νομ.) ~δικία, ~κυρία.
[λόγ. < ελνστ. ἀρνησι- θ. του αρχ. ουσ. ἄρνησι(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. ἀρνησί-θεος· εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο-]
- αρνησιά [arnisjá] η,
- oblivion caused by, or relative to, death (syn λήθη L, λησμονιά):
- ο κάμπος, το σκοτάδι, η στράτα της αρνησιάς |
- οι γυναίκες θάψανε γιους, άντρες, πατέρες .. και ζώστηκαν το μαύρο ρούχο της αρνησιάς (Asimakop) |
- poem κι αν διψάσεις, μην το πιεις | από τον κάτω κόσμο | το νερό της αρνησιάς (Palam) |
- .. πίνοντας το αθάνατο κρασί της αρνησιάς λησμόνουν (Kazantz Od 2.53)
[fr MG *αρνησία, der of αρνούμαι; cf απαρνησιά (fr *απαρνησία]
- oblivion caused by, or relative to, death (syn λήθη L, λησμονιά):
- αρνησιδικία η [arnisiδikía] Ο25 : (νομ.) η άρνηση δικαστή να εκδικάσει μια υπόθεση.
[λόγ. αρνησι- + δίκ(η) -ία μτφρδ. γαλλ. déni de justice]
- αρνησιδικία [arnisi∂icía] η, (L) law
- refusal by a court to hear a case:
- σε τι εσωτερικά ένδικα μέσα να γίνει προσφυγή, όταν υπάρχει συστηματική ~
[fr kath (neol Koumanoudis) αρνησιδικία, cpd of άρνησις & combin form -δικία (: δίκη); cf αντιδικία, φυγοδικία etc]
- refusal by a court to hear a case:
- αρνησίθεος [arnisíθeos] ο, (& D αρνησόθεος) (L)
- ① person who denies God, godless person, atheist (syn phr αρνητής του θεού):
- ένας μπουλούμπασης, ένας αρνησόθεος, έπιασε στη στράτα μια χριστιανή και την αντροπάτησε (Prevelakis)
- ② also in adj function atheistic, godless
[fr kath αρνησίθεος ← PatrG (adj) ἀρνησίθεος, cpd w. θεός; the form αρνησοθεΐα MG (Chron. Pasch.)]
- ① person who denies God, godless person, atheist (syn phr αρνητής του θεού):
- αρνησίθεος -η -ο [arnisíθeos] Ε5 : που αρνείται την ύπαρξη του Θεού, που δεν πιστεύει σ΄ αυτόν. || (ως ουσ.) ο αρνησίθεος.
[λόγ. < ελνστ. ἀρνησίθεος]
- αρνησιθρησκία η [arnisiθriskía] Ο25 : η άρνηση από κπ. της θρησκείας του και συνήθ. η προσχώρησή του σε άλλη.
[λόγ. αρνησίθρησκ(ος) -ία]



