Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εφαψίας ο [efapsías] Ο3 : (ψυχιατρ.) άτομο που διεγείρεται σεξουαλικά, όταν έρχεται σε επαφή (όχι σεξουαλική) με κπ., όπως π.χ. όταν βρίσκεται μέσα σε πλήθος ανθρώπων.
[λόγ. < αρχ. ἔφαψ(ις) `άγγιγμα΄ -ίας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηδονοβλεψίας ο [iδonovlepsías] Ο3 : σεξουαλικά ανώμαλο άτομο που ηδονίζεται, όταν βλέπει γυμνά απόκρυφα μέρη του σώματος ή ερωτικές περιπτύξεις.
[λόγ. ηδον(ή) -ο- + ελνστ. βλέψ(ις) `κοίταγμα΄ -ίας κατά το εφαψίας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταληψίας ο [katalipsías] Ο3 : άτομο που κάνει κατάληψη1β σε ένα δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο.
[λόγ. κατάληψ(η) -ίας]



