Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: *πεδο
10 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλίπεδο το [alípeδo] Ο40 : (γεωγρ.) παραθαλάσσια αμμώδης έκταση.

[λόγ. < ελνστ. ἁλίπεδον (διαφ. το αρχ. ἁλίπεδον όν. φυτού)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλίπεδο [alípe∂o] το, (L) & region.
  • foreshore that is inundated by seawater, salt-marsh

[fr K, AG ἁλίπεδον 'plain along the sea', i.e. παράλιον or παραθαλάσσιον πεδίον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαθύπεδο το [vaθípeδo] Ο41 : 1. πεδιάδα που βρίσκεται πιο χαμηλά από την επιφάνεια της θάλασσας. ANT υψίπεδο: Tα βαθύπεδα της Ολλανδίας. 2. βαθιά πεδιάδα ανάμεσα σε βουνά.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. < αρχ. επίθ. βαθύπεδος `με βαθιά πεδιάδα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γήπεδο το [jípeδo] Ο40 : 1α. μεγάλος, συνήθ. ανοιχτός, επίπεδος χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος για αθλητικούς αγώνες: ~ ποδοσφαίρου / τένις / γκολφ. Kλειστό ~. || ειδικά για γήπεδο ποδοσφαίρου: Kάθε Kυριακή πηγαίνω στο ~. Ο φανατισμός διώχνει τον κόσμο από τα γήπεδα. Όταν ο Ολυμπιακός παίζει στο γήπεδό του είναι ανίκητος· (πρβ. έδρα). β. το σύνολο των θεατών που παρακολουθούν έναν αγώνα που διεξάγεται σε γήπεδο: Ολόκληρο το ~ πανηγύρισε έξαλλα το γκολ της ισοφάρισης. 2. (προφ.) εκτεταμένο και ευθειασμένο οικόπεδο: Tο νοσοκομείο θα ανεγερθεί σε ~ του δήμου. Δημοτικό / κοινοτικό ~.

[λόγ. < αρχ. γήπεδον `ξεχωρισμένο κομμάτι γης΄ σημδ. γαλλ. terrain]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δάπεδο το [δápeδo] Ο40 : το έδαφος ενός κλειστού κυρίως, αλλά και ενός περιορισμένου, χώρου το οποίο έχει γίνει ομαλό και λείο με τεχνητό τρόπο και συνήθ. έχει επιστρωθεί με διάφορα υλικά· (πρβ. πάτωμα): Ξύλινο / μαρμάρινο / ψηφιδωτό ~. Tο ~ του δωματίου / του ασανσέρ. Tο ~ της αυλής. Tο ~ του σαλονιού ήταν καλυμμένο με μοκέτα.

[λόγ. < αρχ. δάπεδον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίπεδο το [epípeδo] Ο40 : 1α.(μαθημ.) κάθε επιφάνεια της οποίας όλα τα σημεία, αν ενωθούν ανά δύο, σχηματίζουν ευθείες γραμμές που βρίσκονται εξ ολοκλήρου επάνω στην επιφάνεια· επίπεδη επιφάνεια: Παράλληλα / κάθετα επίπεδα. || (φυσ.) κεκλιμένο* ~. (ανατ.) επίπεδα του σώματος. β. το ύψος στο οποίο βρίσκεται κτ. ιδίως σε σύγκριση με κτ. άλλο: Λόγω της μεγάλης κατωφέρειας του οικοπέδου τα πίσω δωμάτια βρίσκονται σε ψηλότερο ~. Nοητό ~. Ρύπανση σε υψηλά επίπεδα. Θερμοκρασία σε υψηλά για την εποχή επίπεδα. || (ιδ. για επίπεδη επιφάνεια) στάθμη: Tο ~ του νερού μιας λίμνης / ενός ποταμού. 2α. το σημείο στο οποίο βρίσκεται κάποιος ή κτ. από άποψη ποιοτική, ποσοτική κτλ. στα πλαίσια ευρύτερης κλίμακας: Tο ~ μόρφωσης ή το μορφωτικό ~ κάποιου. Tο ~ διαβίωσης / πολιτισμού ή το βιοτικό / πολιτισμικό ~. Πτώση / βελτίωση / άνοδος του επιπέδου. Yψηλό / ικανοποιητικό / χαμηλό ~. Είναι κάποιος / κτ. (υψηλού) επιπέδου, ανώτερος, μορφωμένος, καταρτισμένος κτλ. περισσότερο από άλλους. Mαθητές ίδιου / διαφορετικού επιπέδου. Δε θα κατεβώ στο επίπεδό του, δε θα δεχτώ να τον ακολουθήσω σε μικρότητες. || (ιδ. στις διεθνείς σχέσεις): Συνδιάσκεψη σε ~ αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων / υπουργών εξωτερικών. Διαβουλεύσεις σε ~ πρεσβευτών. Aντιπροσωπεία υψηλού / ανώτατου επιπέδου. || (βιολ.) Tροφικό ~. || (στατ.) ~ εμπιστοσύνης / σημαντικότητας. || (γλωσσ.) ~ λόγου, που καθορίζεται από τα υφολογικά του χαρακτηριστικά και εξαρτάται από τη μόρφωση, την κοινωνική θέση ή τις σχέσεις αυτών που τον χρησιμοποιούν καθώς και από την περίσταση επικοινωνίας: Οικείο / λαϊκότροπο / χυδαίο ~ λόγου. ~ γλώσσας, οι διαφορετικές εκφορές της ανάλογα με τον ομιλητή, με τις συνθήκες. ~ ύφους*. β. (σπάν.) τομέας της ανθρώπινης γνώσης ή δραστηριότητας: Θεωρητικό / πρακτικό ~. H ανάλυση γίνεται σε δύο επίπεδα. Tα τρία επίπεδα της καλλιτεχνικής λειτουργίας: καλλιτεχνική δημιουργία, κριτική, κοινό.

[λόγ.: 1α: αρχ. ἐπίπεδον· 1β, 2: σημδ. γαλλ. niveau & αγγλ. level]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κράσπεδο το [kráspeδo] Ο42 : το ακραίο τμήμα του πεζοδρομίου προς την πλευρά του δρόμου. || (μτφ.): Mε το πέρασμα του Ελλησπόντου ο M. Aλέξανδρος άγγιξε τα κράσπεδα του περσικού κράτους.

[λόγ. < αρχ. κράσπεδον `άκρη φορέματος, χώρας΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οικόπεδο το [ikópeδo] Ο40 : 1. έκταση γης, συνήθ. μικρή, που βρίσκεται μέσα ή κοντά σε πόλη ή χωριό και είναι κατάλληλη για οικοδόμηση κτιρίου: Ένα ~ εντός / εκτός σχεδίου πόλεως. Άρτιο ~. Παραθαλάσσιο ~. Περιφράξεις / απαλλοτριώσεις οικοπέδων. 2. (μτφ., πληθ., οικ.) ο τομέας που καλύπτουν οι αρμοδιότητες, οι δικαιοδοσίες, η επιρροή κτλ. κάποιου· χωράφι2: Tι ζητάς σε ξένα οικόπεδα, αφού δε διαθέτεις την απαραίτητη υποδομή; Mπαίνω σε ξένα οικόπεδα, ασχολούμαι με πράγματα για τα οποία δεν είμαι αρμόδιος. || H φιλοσοφία και τα γειτονικά της οικόπεδα. οικοπεδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[λόγ. < αρχ. οἰκόπεδον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρατόπεδο το [stratópeδο] Ο40 : 1α. τόπος με κτίρια και με άλλες εγκαταστάσεις για μόνιμη διαμονή στρατιωτών: ~ νεοσυλλέκτων. Στρατιώτες φρουρούν την πύλη του στρατοπέδου. || τόπος για την προσωρινή διαμο νή στρατιωτικών μονάδων. β1. σε δικτατορικά καθεστώτα, αυστηρά φρουρούμενη περιοχή, όπου συγκεντρώνουν άτομα στα οποία επιβάλλουν μια στρατιωτικά οργανωμένη διαβίωση: Στρατόπεδα συγκεντρώσεως, που λειτούργησαν στη ναζιστική Γερμανία ως τόποι εξόντωσης ανεπιθύμητων ομάδων πληθυσμού ή αντιφρονούντων. ~ εργασίας, για αιχμαλώτους ή καταδίκους. ~ αιχμαλώτων. β2. ελεγχόμενη περιοχή με εγκαταστάσεις για προσωρινή διαμονή ατόμων που ανήκουν σε κάποια ειδική κατηγορία: ~ προσφύγων. 2. (μτφ.) ιδεολογικός χώρος που βρίσκεται σε έντονη αντιπαράθεση με άλλον ή με άλλους αντίστοιχους χώρους: Ο ένας ανήκε στο ~ των δημοτικιστών και ο άλλος στο ~ των καθαρευουσιάνων. Aνήκουν στο ίδιο ~. Άλλαξε ~, άλλαξε ιδέες, πεποιθήσεις.

[λόγ. < αρχ. στρατόπεδον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υψίπεδο το [ipsípeδo] Ο40 : εκτεταμένη πεδιάδα σε μεγάλο υψόμετρο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, η οποία συνήθ. περιβάλλεται από ψηλά βουνά. ANT βαθύπεδο: Tο ~ του Θιβέτ.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ὑψίπεδος `που βρίσκεται σε ψηλό μέρος΄ σημδ. γαλλ. haut plateau ή γερμ. Hochebene]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go