Παράλληλη αναζήτηση
| 515 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- -αίνω [éno] : 1.επίθημα ρημάτων παράγωγων κυρίως από επίθετα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος αποκτά τις ιδιότητες που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη ή, στην περίπτωση που το ρήμα είναι και μεταβατικό, ότι ενεργεί έτσι ώστε το αντικείμενο του ρήματος να έχει τις ιδιότητες που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (ακριβός) ακριβαίνω, (κουφός) κουφαίνω, (βουβός) βουβαίνω, (ξανθός) ξανθαίνω, (φαρδύς) φαρδαίνω, (σκούρος) σκουραίνω, (φτηνός) φτηναίνω, (χοντρός) χοντραίνω. 2. επίθημα για το μεταπλασμό ρημάτων παλαιότερων περιόδων της ελληνικής γλώσσας στη νέα ελληνική. α. ο νέος τύπος έχει αντικαταστήσει τον παλιό: (βαθύνω) βαθαίνω, (μανθάνω) μαθαίνω. β. ο νέος τύπος υπάρχει παράλληλα με τον παλιό, έχουν όμως διαφορετική σημασία ή καλύπτουν διαφορετικό επίπεδο ύφους: (βαρύνω) βαραίνω, (λαμβάνω) λαβαίνω, (πάσχω) παθαίνω, (τυγχάνω) τυχαίνω.
[ελνστ. επίθημα -αίνω από αρχ. ρ. σε -αίνω με συνοπτ. θ. σε -αν-: αρχ. σημ-αίνω - σημαν- (ἐσήμανα), θερμ-αίνω - θερμαν- (ἐθέρμανα) και με επέκτ. σε ρ. -ύνω: μσν. βαρ-αίνω (αρχ. βαρ-ύνω) για σαφέστερη διάκρ. συνοπτ. και μη συνοπτ. θέματος, και με επέκτ. σε άλλα ρηματ. θ.: ελνστ. παθ-αίνω (αρχ. πάσχω) και σε συσχετισμός με επίθ.: μσν. παχ-αίνω (αρχ. παχ-ύνω) - επίθ. παχύς]
[Λεξικό Κριαρά]
- ?ζαλαίνω.
-
- Περιτριγυρίζω· περιδιαβάζω:
- εζάληνα τον τόπον (Λίβ. (Lamb.) N 197).
[πιθ. <ουσ. ζάλη + κατάλ. ‑αίνω. Η λ. στον Ησύχ. (L‑S). Βλ. όμως Χατζηγιακουμής 1977: 148]
- Περιτριγυρίζω· περιδιαβάζω:
[Λεξικό Κριαρά]
- ?μπαιζοβγαίνω,
- βλ. μπαινοβγαίνω.
[Λεξικό Κριαρά]
- 'νεβαίνω,
- βλ. ανεβαίνω.
[Λεξικό Κριαρά]
- 'νηβαίνω,
- βλ. ανεβαίνω.
[Λεξικό Κριαρά]
- 'ξαφταίνω· αξαφταίννω.
-
- Καίγομαι·
- (εδώ μεταφ.):
- απού τον πόθον όλος αξαφταίννω (Κυπρ. ερωτ. 8212).
- (εδώ μεταφ.):
[<’ξάφτω αναλογ. με ρ. σε ‑αίνω· πβ. αφταίνω]
- Καίγομαι·
[Λεξικό Κριαρά]
- 'παντυχαίνω,
- βλ. απαντεχαίνω.
[Λεξικό Κριαρά]
- ’λλιαίνω,
- βλ. ολιγαίνω.
[Λεξικό Κριαρά]
- ’παναλαβαίνω,
- βλ. επαναλαμβάνω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβασκαίνω s. βασκαίνω.



