Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: "ριπαίος -α -ο"
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριπαίος -α -ο [ripéos] Ε4 : (λόγ.) για άνεμο αιφνίδιο και σφοδρό με μικρή διάρκεια.

[λόγ. ριπ(ή) -αίος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go