Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: "πατρωνυμικός -ή -ό"
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατρωνυμικός -ή -ό [patronimikós] Ε1 : που προέρχεται, που σχηματίστηκε από το όνομα του πατέρα. || (κυρ. γραμμ.) πατρωνυμικό όνομα και συνήθ. ως ουσ. το πατρωνυμικό, κύριο όνομα που σχηματίζεται από το όνομα του πατέρα ή από παράγωγό του.

[λόγ. < ελνστ. πατρωνυμικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go