Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: "ομοπάτριος -α -ο"
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομοπάτριος -α -ο [omopátrios] Ε6 : για αδέλφια που έχουν τον ίδιο πατέρα όχι όμως και την ίδια μητέρα· (πρβ. ετεροθαλής).

[λόγ. < αρχ. ὁμοπάτριος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go