Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυλάρμενος -η -ο [ksilármenos] Ε5 : (ναυτ.) για ιστιοφόρο που πλέει με κατεβασμένα τα πανιά σε περίπτωση καταιγίδας: Ο άνεμος έσκισε τα πανιά κι άφησε το καράβι ξυλάρμενο. || H βάρκα έπλεε ξυλάρμενη.
[ξυλ(ο)- + άρμεν(ο) -ος (με τα άρμενα δεμένα στα ξύλα των καταρτιών)]



