Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: "ξυλάρμενος -η -ο"
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξυλάρμενος -η -ο [ksilármenos] Ε5 : (ναυτ.) για ιστιοφόρο που πλέει με κατεβασμένα τα πανιά σε περίπτωση καταιγίδας: Ο άνεμος έσκισε τα πανιά κι άφησε το καράβι ξυλάρμενο. || H βάρκα έπλεε ξυλάρμενη.

[ξυλ(ο)- + άρμεν(ο) -ος (με τα άρμενα δεμένα στα ξύλα των καταρτιών)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go