Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νταβάνι 1 το [daváni] Ο44 & ντάβανος ο [dávanos] Ο20 : έντομο που μοιά ζει με μεγάλη μύγα και που απομυζά το αίμα των μεγάλων κατοικίδιων ζώων: Tο ~ κέντρισε το βόδι / το άλογο. || (για άνθρ. που οργίζεται ξαφνικά): Kάνει σαν να τον κέντρισε ~.
[ντάβανος: μσν. ντάβανος < τάβανος < ταβάν(ι) μεγεθ. -ος με ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-t > tond > ton-d] · νταβάνι: μσν. νταβάνι < ταβάνι < λατ. taban(us) [tabá-] -ι(ον) με ηχηροπ. του αρχικού [t > d] κατά το ντάβανος]



