Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: στριμμένος
7 items total [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-στροφος -η -ο [strofos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα. 1. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται: α. από τον αριθμό ή τη συχνότητα των στροφών που εκφράζει το α' συνθετικό: δί~, ολιγό~, πολύ~, ταχύ~. β. από τη δυνατότητα στροφής προς την κατεύθυνση, φορά που εκφράζει το α' συνθετικό: αριστερό~, δεξιό~. || σε παραγωγή: αμφί~. 2. για να προσδιορίσει πρόσωπο με αντιληπτική ικανότητα ανάλογη με αυτή που εκφράζει το α' συνθετικό: αργό~. || σε παραγωγή με προθήματα: εύ~.

[λόγ. < ελνστ. -στροφος θ. του αρχ. ουσ. στροφ(ή) -ος ως β' συνθ.: ελνστ. δί-στροφος `δύο φορές στριμμένος΄, πολύ-στροφος `χορευτής που κάνει πολλές στροφές΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
άγνεστος, -η, -ο [áγnestos] (& άγνεθος) region.
  • unspun (syn άκλωστος, άστριφτος, ant γνεσμένος, κλωσμένος, στριμμένος):
    • άγνεστο μαλλί, βαμβάκι.
[Λεξικό Γεωργακά]
άκλωστος, -η, -ο [áklostos]
  • unspun (syn απαλός, ant κλωσμένος, στριμμένος):
    • άκλωστο νήμα

[fr PatrG ἄκλωστος ← AG, cpd w. AG κλωστός: κλώθω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανάποδος, -η, -ο [anápo∂os]
  • ① turned upside down, bottom up (syn ανάστροφος, L ανεστραμμένος):
    • σκάφη ανάποδη, ποτήρι ανάποδο, ανάποδα πιάτα |
    • typogr, journ ανάποδη αράδα turn rule |
    • phr τα βλέπει τα πράματα ανάποδα he sees things not in the proper way, incorrectly
  • ⓐ reverse (syn αντίστροφος):
    • η ανάποδη όψη του νομίσματος |
    • η ανάποδη όψη του ρούχου (ant η καλή όψη) |
    • ανάποδο χτύπημα or χαστούκι backslap, backhander (syn ανάποδη 2b)
  • ⓑ opposite (syn αντίθετος):
    • ακολουθεί τον ανάποδο δρόμο |
    • στην ανάποδη πλευρά της σκηνής |
    • κοιτάμε το τοπίο από τους ανάποδους φακούς των κιαλιών (Ouranis)
  • ② contrary, unfavorable (syn αντίθετος, ant L ούριος):
    • ~ άνεμος (near-syn αντίπλωρος) |
    • πριν από την έναρξη των αγώνων ο καιρός υπήρξε πολύ ~
  • ⓒ fig contrary, unfavorable, difficult (syn αντίξοος, άτυχος, δύσκολος):
    • ανάποδη μοίρα |
    • ~ δρόμος (syn δύσβατος) |
    • ανάποδο σπίτι (syn άβολο) |
    • ~ χρόνος, αιώνας, μήνας |
    • ανάποδη εποχή, εβδομάδα, ημέρα, ώρα, στιγμή |
    • η πρώτη εντύπωση ήταν κακή κι ανάποδη |
    • phr κακός, ψυχρός κι ~ (said of a person approaching or arriving and so characterized as carrier of ill omen or being undesirable) |
    • prov phr ~ χρόνος, δεκατρείς μήνες (said of unhappiness, misery etc appearing to be longer than it really is and generally of untoward circumstances; the number 13 also is held to be inauspicious, ominous) |
    • γίνηκαν .. αλλαγές. Έτσι είναι πάντα στους ανάποδους καιρούς (Petsalis) |
    • οι όμορφες πολιτείες είναι οι προικισμένες με τα πιο ανάποδα ριζικά (Panagiotop) |
    • τα περασμένα με τ' ανάποδα και με τα ευτυχισμένα τους περιστατικά (id.)
  • ③ being done or taking place contrary to one's expectations or wishes, going wrong (syn άβολος):
    • η δουλειά ήρθε ανάποδη |
    • τα πράματα μας ήρθαν ανάποδα |
    • η τύχη τα 'φερε ανάποδα |
    • κοροϊδεύει τα ανάποδα πράματα |
    • όλα τα σημάδια τού ήρθαν ανάποδα (Karkavitsas)
  • ④ untoward, contrary, difficult (syn δύστροπος, παράξενος, στριμμένος):
    • ~ άνθρωπος, άντρας |
    • ανάποδη γυναίκα |
    • ανάποδο παιδί |
    • κακό και ανάποδο θηλυκό (Solom) |
    • ανάποδη οικογένεια |
    • ανάποδοι πελάτες |
    • ο ~ τούτος κόσμος |
    • poem είμαι | ένα αίνιγμα άλυτο· | γι' άλλους | μια ανάποδη φύση (Vrettakos) |
    • ευλογημένο για τον κόσμο το βουνήσιο, | το πεισματάρικο κι ανάποδο μουλάρι (Lavras-P)

[fr LMG ανάποδος (Portius, 1635; Du Cange, 1688) cpd of phr ανά πόδα or anal. der of MG adv ανάποδα]

[Λεξικό Γεωργακά]
άστριφτος, -η, -ο [ástriftos]
  • not twisted or spun, unspun (ant στριμμένος, στριφτός):
    • άστριφτη κλωστή |
    • άστριφτο μαλλί, μετάξι, νήμα, σκοινί |
    • τα δόντια του, όταν γέλαγε, ασπρίζανε .. κάτω απ' το μαύρο μουστακάκι, το άστριφτο ακόμα (Christomanos) |
    • poem από αλογήσια τρίχα όλη πλεγμένη | κι ως τέσσερεις οργιές διπλή μερσίνα, | στρογγυλή, γυαλικάτη, άστριφτη, φίνα (Mammelis)

[cpd w. στριφτός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρεπτός -ή -ό [streptós] Ε1 : (λόγ.) 1. που μπορεί να περιστρέφεται: ~ άξονας. 2. στριφτός, στριμμένος.

[λόγ. < αρχ. στρεπτός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στριφτός -ή -ό [striftós] Ε1 : που τον έχουν στρίψει, στριμμένος: Στριφτό μουστάκι. Στριφτό τσιγάρο, που το φτιάχνει μόνος του ο καπνιστής με καπνό και με τσιγαρόχαρτο. Στριφτή σκάλα, περιστροφική. || (ως ουσ.) το στριφτό, το στριφτό τσιγάρο: Kαπνίζει μόνο στριφτά. στριφτά ΕΠIΡΡ.

[στρίφ(ω) (δες στριφογυρίζω) -τός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go