Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξυλοφάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξυλοφάγος, επίθ.
  • Που τρώει τα ξύλα:
    • ξυλοφάγος σκώληξ (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 852).
  • Το αρσ., καθώς και τ. ξυλοφάος και ξυλοφάς ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 1088 και κριτ. υπ., 12411).

[<μτγν. επίθ. ξυλοφάγος. Το αρσ. ως ουσ. και σήμ.· στους τ. ‑φας (Βλάχ.) και ‑φάος ιδιωμ. Η λ. και σήμ. (Κριαρ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες