Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καντζιλέρης ο,
- βλ. καντζιλιέρης.
[Λεξικό Κριαρά]
- καντζιλιέρης ο· καντζιλέρης· κατζιλ(ι)έρης.
-
– Βλ. και τζανσελλιέρης.
- Ανώτατος αξιωματούχος:
- καντζιλιέρην μέγαν του συγκρίτου (Μαχ. 29626).
[<ιταλ. cancelliere. Λ. ‑λέριος το 12. αι. Η λ. στο Du Cange (λ. ‑λέριος)]
- Ανώτατος αξιωματούχος:
[Λεξικό Κριαρά]
- κατζιλ(ι)έρης ο,
- βλ. καντζιλιέρης.
[Λεξικό Κριαρά]
- κόλλα (II) η.
-
- Φύλλο χαρτιού:
- έγραψεν ο καντζιλιέρης μίαν κόλλαν χαρτίν (Βουστρ. 25212).
[<ιταλ. colla. Η λ. στο Somav. (λ. χαρτί) και σήμ.]
- Φύλλο χαρτιού:



