Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- σχέτλιος
- επίθετο
- -α, -ον και -ος, -ον
- σχετλίως
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. ακατάβλητος, ανυποχώρητος, καρτερικός, επίμονος 2. σκληρός, απάνθρωπος, άσπλαχνος, ανελέητος |αρνητικά |παράτολμος, απερίσκεπτος |κακός, μοχθηρός |άγριος |για ζώα |σκληρός, αποτρόπαιος, ελεεινός, φοβερός |για πράγματα |φρ. σχέτλια ἔργα=ανόσιες, άδικες πράξεις |φρ. σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές |φρ. σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό, άθλιο να... |φρ. ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Β. άθλιος, δυστυχής, κακότυχος |συχνά σε κλητ. |με γεν. |αξιοθρήνητος, ελεεινός |υποτιμ. |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ Α.
- 1. ακατάβλητος, ανυποχώρητος, καρτερικός, επίμονος
- ΟΜ Ιλ 10.164 σχέτλιός ἐσσι γεραιέ· σὺ μὲν πόνου οὔ ποτε λήγεις { αλήθεια, γέροντα, είσαι ακούραστος κι αναπαμό δεν ξέρεις }
- 2. σκληρός, απάνθρωπος, άσπλαχνος, ανελέητος
- αρνητικά
- ΟΜ Ιλ 24.33 σχέτλιοί ἐστε θεοί͵ δηλήμονες
- παράτολμος, απερίσκεπτος
- ΟΜ Ιλ 3.414 μή μ΄ ἔρεθε σχετλίη { (η θεά Αφροδίτη στην Ελένη) μη με συγχύζεις τώρα, ανέμυαλη }
- κακός, μοχθηρός
- ΙΣΑΙΟΣ 11.6 οὕτω σχέτλιος καὶ ἀναιδὴς ἄνθρωπός ἐστιν
- ΑΝΔΟΚ 1.124 συνῴκει ὁ πάντων σχετλιώτατος ἀνθρώπων τῇ μητρὶ καὶ τῇ θυγατρί
- ΑΝΤΙΦ 6.47 καίτοι πῶς ἂν ἄνθρωποι σχετλιώτεροι ἢ ἀνομώτεροι γένοιντο;
- άγριος
- για ζώα
- ΗΡ 3.108 ὅσα δὲ σχέτλια καὶ ἀνιηρά͵ ὀλιγόγονα { όσα (πλάσματα) είναι άγρια και επιθετικά (η θεία πρόνοια τα έκανε) να γεννούν λίγα μικρά }
- σκληρός, αποτρόπαιος, ελεεινός, φοβερός
- για πράγματα
- ΕΥΡ Φοιν 1558 ξίφεσιν βρίθων καὶ πυρὶ καὶ σχετλίαισι μάχαις
- ΞΕΝ ΚΑναβ 7.6.30 τὸ σχέτλιον πάθημα
- φρ. σχέτλια ἔργα=ανόσιες, άδικες πράξεις
- ΟΜ Οδ 14.83 οὐ μὲν σχέτλια ἔργα θεοὶ μάκαρες φιλέουσιν
- φρ. σχέτλια πάσχω=παθαίνω φοβερές συμφορές
- ΕΥΡ Ηλ 1170 σχέτλια μὲν ἔπαθες͵ ἀνόσια δ΄ εἰργάσω
- ΙΣΟΚΡ 18.35 δεινὰ καὶ σχέτλια πείσεται
- φρ. σχέτλιόν ἐστι=είναι ελεεινό, άθλιο να...
- ΑΡΙΣΤ επιστ 3.8 αἰσχρὸν γὰρ καὶ σχέτλιον ἀρετὴν ἀτυχοῦσαν περιορᾶν
- ΔΗΜ 35.47 καὶ πῶς οὐκ ἂν δεινὸν εἴη καὶ σχέτλιον καὶ αἰσχρὸν ὑμῖν͵ ὦ ἄνδρες δικασταί͵ εἰ οἱ δανείσαντες...ἀπάγοιντο εἰς τὸ δεσμωτήριον;
- φρ. ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον
- ΙΣΟΚΡ 6.56 ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον͵ εἰ φιλοπονώτατοι δοκοῦντες εἶναι τῶν Ἑλλήνων ῥᾳθυμότερον τῶν ἄλλων βουλευσόμεθα περὶ τούτων
- Β. άθλιος, δυστυχής, κακότυχος
- συχνά σε κλητ.
- ΣΟΦ Αντ 47 (η Ισμήνη στην Αντιγόνη) ὦ σχετλία͵ Κρέοντος ἀντειρηκότος;
- με γεν.
- ΕΥΡ Εκ 783 ὦ σχετλία σὺ τῶν ἀμετρήτων πόνων
- αξιοθρήνητος, ελεεινός
- υποτιμ.
- ΣΟΦ Φιλ930 οὐδ΄ ἐπαισχύνῃ μ΄ ὁρῶν τὸν προστρόπαιον͵ τὸν ἱκέτην͵ ὦ σχέτλιε;
- ΗΡ 3.155 ὦ σχετλιώτατε ἀνδρῶν
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σκληρό τρόπο
- ΙΣΟΚΡ 19.31 οὕτως ὠμῶς καὶ σχετλίως εἶχεν ὥστ΄ ἐπὶ μὲν τὸ κῆδος οὐκ ἠξίωσεν ἀφικέσθαι
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- Από: θ. σχε- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. ἔχω, με ανομοίωση από το σχέ-θλ-ιος < σχε-θλός.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε2α
- επίθετο συγκρ. σχετλιώτερος, υπερθ. σχετλιώτατος
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: σχετλιασμός
- ρήματα: σχετλιάζω
- επίθετα: σχέτλιος
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: σχετλιότητα
- ρήματα: ἀποσχετλιάζω, ἐπισχετλιάζω
- επίθετα: σχετλιαστικός, σχετλιότεκνος, σχετλιοποιός
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %σχετλι%
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ