παραγωγή [derivation]

παραγωγή [derivation]

Η διαδικασία με την οποία δημιουργούνται καινούριες λέξεις με τον συνδυασμό λεξικών και παραγωγικών μορφημάτων και συνήθως των κλιτικών μορφημάτων . Τα παραγωγικά μορφήματα μπορεί να προηγούνται του λεξικού μορφήματος (προθήματα ) ή να έπονται (επιθήματα ). Η σημασία της παράγωγης λέξης μπορεί να προκύπτει από τη σημασία των λεξικών και των παραγωγικών μορφημάτων· το παραγωγικό μόρφημα -ιν(ος) π.χ. σημαίνει ότι κάτι είναι φτιαγμένο από το υλικό που δηλώνει το λεξικό μόρφημα, ξύλινος, πέτρινος, κ.ο.κ. Η σημασία της παράγωγης λέξης μπορεί όμως και να είναι απρόβλεπτη, με την έννοια ότι υπερβαίνει τη σημασία του λεξικού και του παραγωγικού μορφήματος (π.χ. ξε-καρδίζομαι). Η παραγωγή μπορεί να δημιουργήσει λέξεις που είτε ανήκουν είτε δεν ανήκουν στην ίδια γραμματική κατηγορία (μέρος του λόγου) με αυτή που ανήκει η λέξη η οποία έχει χρησιμοποιηθεί ως «βάση»: π.χ. πουλώ-ξεπουλώ: ρήμα και στις δυο περιπτώσεις, αλλά άνθρωπος-ανθρώπινος: επίθετο παραγόμενο από ουσιαστικό. Σε αντίθεση με τη διαδικασία της σύνθεσης , δεν μπορούν πάντα όλα τα στοιχεία που δημιουργούν την παράγωγη λέξη να υπάρχουν ως ανεξάρτητες μονάδες. Συνήθως τα παραγωγικά μορφήματα δεν συναντώνται ελεύθερα, χωρίς δηλαδή κάποιο λεξικό μόρφημα. Π.χ. το -ινος δεν μπορεί να σταθεί από μόνο του στον λόγο.

Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)

 

Πεδίο

μορφολογία