Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Lemma "δρεπάνι"
δρεπάνι το· δερπάνι· δραπάνι· δραπάνιν· δρεπάνιν.
  • Θεριστικό κοφτερό εργαλείο, δρεπάνι:
    • δερπάνι μη υψώσεις ιπί την καλαμιά του σύντροφού σου (Πεντ. Δευτ. XXIII 26
    • έκφρ. το δρεπάνι του Χάρου = προκ. για το θάνατο:
      • (Λίμπον. 519).

[μτγν. ουσ. δρεπάνιον. Ο τ. δρα‑ στο Meursius (η) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. το 13. αι. (LBG) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go