Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "κομπανία"
κομπανία η· Κουμπάνια· κουμπανία· Κουπάνια.
  • 1) Ομάδα, συντροφιά, συμμορία·
    • (προκ. για στρατιώτες) λόχος:
      • τινές φιλοτάραχοι ομονοήσαντες και κουμπανία μία γενόμενοι (Παράφρ. Χων. 600
      • μια κομπανία σολδαδών (Κατζ. Β´ 74).
  • 2) Στρατιωτικό μισθοφορικό σώμα·
    • α) (ως επων.) η Καταλανική Εταιρεία:
      • (Χρον. Μορ. H 7273
    • β) έκφρ. Κουπάνια Μπλάνκα = η Ναβαρρέζικη Εταιρεία (Compagnia Blanca):
      • (Byz. Kleinchron. A´ 8449).

[<μεσν. λατ. compagnia (και ιταλ.) - compania (Niermeyer, λ. ium). Ο τ. κου‑ στο Meursius. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες