Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιπαρός
1 εγγραφή
λιπαρός, επίθ.
  • α) Που έχει λίπος, λάδι:
    • (Κυνοσ. 5887‑8
  • β) παχύς:
    • (Ιερακοσ. 4479
  • γ) άφθονος, πλούσιος:
    • (Πεντ. Γέν. XLIX 20).

[αρχ. επίθ. λιπαρός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες