Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πρωταγόρας (344b-345c)

Λέγει γὰρ μετὰ τοῦτο ὀλίγα διελθών, ὡς ἂν εἰ λέγοι λόγον, ὅτι γενέσθαι μὲν ἄνδρα ἀγαθὸν χαλεπὸν ἀλαθέως, οἷόν τε μέντοι ἐπί γε χρόνον τινά· γενόμενον δὲ διαμένειν [344c] ἐν ταύτῃ τῇ ἕξει καὶ εἶναι ἄνδρα ἀγαθόν, ὡς σὺ λέγεις, ὦ Πιττακέ, ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον, ἀλλὰ θεὸς ἂν μόνος τοῦτο ἔχοι τὸ γέρας,
ἄνδρα δ᾽ οὐκ ἔστι μὴ οὐ κακὸν ἔμμεναι,
ὃν [ἂν] ἀμήχανος συμφορὰ καθέλῃ.
τίνα οὖν ἀμήχανος συμφορὰ καθαιρεῖ ἐν πλοίου ἀρχῇ; δῆλον ὅτι οὐ τὸν ἰδιώτην· ὁ μὲν γὰρ ἰδιώτης ἀεὶ καθῄρηται. ὥσπερ οὖν οὐ τὸν κείμενόν τις ἂν καταβάλοι, ἀλλὰ τὸν μὲν ἑστῶτά ποτε καταβάλοι ἄν τις ὥστε κείμενον ποιῆσαι, τὸν δὲ κείμενον [344d] οὔ, οὕτω καὶ τὸν εὐμήχανον ὄντα ποτὲ ἀμήχανος ἂν συμφορὰ καθέλοι, τὸν δὲ ἀεὶ ἀμήχανον ὄντα οὔ, καὶ τὸν κυβερνήτην μέγας χειμὼν ἐπιπεσὼν ἀμήχανον ἂν ποιήσειεν, καὶ γεωργὸν χαλεπὴ ὥρα ἐπελθοῦσα ἀμήχανον ἂν θείη, καὶ ἰατρὸν ταὐτὰ ταῦτα. τῷ μὲν γὰρ ἐσθλῷ ἐγχωρεῖ κακῷ γενέσθαι, ὥσπερ καὶ παρ᾽ ἄλλου ποιητοῦ μαρτυρεῖται τοῦ εἰπόντος—
αὐτὰρ ἀνὴρ ἀγαθὸς τοτὲ μὲν κακός, ἄλλοτε δ᾽ ἐσθλός·
[344e] τῷ δὲ κακῷ οὐκ ἐγχωρεῖ γενέσθαι, ἀλλ᾽ ἀεὶ εἶναι ἀνάγκη. ὥστε τὸν μὲν εὐμήχανον καὶ σοφὸν καὶ ἀγαθὸν ἐπειδὰν ἀμήχανος συμφορὰ καθέλῃ, «οὐκ ἔστι μὴ οὐ κακὸν ἔμμεναι»· σὺ δὲ φῄς, ὦ Πιττακέ, «χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι»· τὸ δ᾽ ἐστὶ γενέσθαι μὲν χαλεπόν, δυνατὸν δέ, ἐσθλόν, ἔμμεναι δὲ ἀδύνατον·
πράξας μὲν γὰρ εὖ πᾶς ἀνὴρ ἀγαθός,
κακὸς δ᾽ εἰ κακῶς.
[345a] τίς οὖν εἰς γράμματα ἀγαθὴ πρᾶξίς ἐστιν, καὶ τίς ἄνδρα ἀγαθὸν ποιεῖ εἰς γράμματα; δῆλον ὅτι ἡ τούτων μάθησις. τίς δὲ εὐπραγία ἀγαθὸν ἰατρὸν ποιεῖ; δῆλον ὅτι ἡ τῶν καμνόντων τῆς θεραπείας μάθησις. «κακὸς δὲ κακῶς»· τίς οὖν ἂν κακὸς ἰατρὸς γένοιτο; δῆλον ὅτι ᾧ πρῶτον μὲν ὑπάρχει ἰατρῷ εἶναι, ἔπειτα ἀγαθῷ ἰατρῷ —οὗτος γὰρ ἂν καὶ κακὸς γένοιτο— ἡμεῖς δὲ οἱ ἰατρικῆς ἰδιῶται οὐκ ἄν ποτε γενοίμεθα κακῶς πράξαντες οὔτε ἰατροὶ οὔτε τέκτονες οὔτε [345b] ἄλλο οὐδὲν τῶν τοιούτων· ὅστις δὲ μὴ ἰατρὸς ἂν γένοιτο κακῶς πράξας, δῆλον ὅτι οὐδὲ κακὸς ἰατρός. οὕτω καὶ ὁ μὲν ἀγαθὸς ἀνὴρ γένοιτ᾽ ἄν ποτε καὶ κακὸς ἢ ὑπὸ χρόνου ἢ ὑπὸ πόνου ἢ ὑπὸ νόσου ἢ ὑπὸ ἄλλου τινὸς περιπτώματος —αὕτη γὰρ μόνη ἐστὶ κακὴ πρᾶξις, ἐπιστήμης στερηθῆναι— ὁ δὲ κακὸς ἀνὴρ οὐκ ἄν ποτε γένοιτο κακός —ἔστιν γὰρ ἀεί— ἀλλ᾽ εἰ μέλλει κακὸς γενέσθαι, δεῖ αὐτὸν πρότερον ἀγαθὸν γενέσθαι. ὥστε καὶ τοῦτο τοῦ ᾄσματος πρὸς τοῦτο τείνει, [345c] ὅτι εἶναι μὲν ἄνδρα ἀγαθὸν οὐχ οἷόν τε, διατελοῦντα ἀγαθόν, γενέσθαι δὲ ἀγαθὸν οἷόν τε, καὶ κακόν γε τὸν αὐτὸν τοῦτον· ἐπὶ πλεῖστον δὲ καὶ ἄριστοί εἰσιν οὓς ἂν οἱ θεοὶ φιλῶσιν.

γ) Η άποψη του Σιμωνίδη για τη σχετικότητα της αρετής.
Γιατί ύστερ᾽ από μερικούς στίχους (ας τους αποδώσουμε στο πεζό) λέει. «Είναι δύσκολο, ναι, ο άνθρωπος να γίνει ενάρετος αληθινά, είναι όμως δυνατό για ένα ορισμένο διάστημα· αλλά από την ώρα που έγινε, να κρατιέται κανείς [344c] σ᾽ αυτή την κατάσταση και να είναι ενάρετος —όπως λες εσύ, Πιττακέ— είναι αδύνατο και υπεράνθρωπο, γιατί
βραβείο τέτοιο μόνο θεός μπορεί να το κρατεί·
αδύνατο όμως άνθρωπος να μην είναι κακός,
αν συντυχιά αφεύγατη κάτω τον ρίξει».
Λοιπόν, ποιόν «συντυχιά αφεύγατη τον ρίχνει κάτω» από το αξίωμα του καπετάνιου; Όχι βέβαια τον επιβάτη, γιατί ο επιβάτης ποτέ δεν ήταν στο τιμόνι· όπως λοιπόν δεν μπορεί κανείς να ρίξει κάτω ένα ξαπλωμένο αλλά μόνο τον όρθιο μπορεί καμιά φορά να ρίξει κάτω, ώστε να τον κάνει να είναι ξαπλωμένος, τον ξαπλωμένο όμως όχι, [344d] έτσι και τον πολυμήχανο μπορεί καμιά φορά συντυχία αφεύγατη να τον ρίξει κάτω, τον άπραγο όμως όχι. Το ίδιο και τον καπετάνιο μια ξαφνική θύελλα με το ξέσπασμά της μπορεί να τον κάνει άπραγο, όπως και μια κακή χρονιά μπορεί με το διάβα της να κάνει άπραγο το γεωργό — κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί και σ᾽ ένα γιατρό. Γιατί υπάρχει περίπτωση ο καλός να γίνει κακός, καθώς κι άλλος ποιητής το βεβαιώνει με το στίχο του:
μα ο πὄχει αντρειά τώρα κιοτής, αύριο παλικάρι·
[344e] ενώ ο κακός δεν μπορεί να γίνει κακός· δεν μπορεί να γίνει κι αλλιώς, πάντα του είναι. Ώστε ο πολυμήχανος κι ο σοφός κι ο ενάρετος «αν συντυχιά αφεύγατη τον ρίξει κάτω» αδύνατο να μην είναι κακός. Εσύ όμως υποστηρίζεις, Πιττακέ, πως είναι δύσκολο να ᾽ναι κανείς καλός· στην πραγματικότητα, το να γίνει κανείς καλός είναι δύσκολο, αλλά δυνατό, ενώ το να είναι κανείς καλός είναι αδύνατο:
στην ευτυχία όλοι μας γινόμαστε καλοί,
κακοί στη δυστυχία.
[345a] Λοιπόν τί λέμε προκοπή στα γράμματα και τί είναι αυτό που εξασφαλίζει την προκοπή στα γράμματα; Ολοφάνερα η μάθησή τους. Πάλι, ποιά προκοπή κάνει καλόν ένα γιατρό; Ολοφάνερα το να έχει μάθει να θεραπεύει τους αρρώστους. «Κακός στη δυστυχία»· ποιός άνθρωπος λοιπόν μπορεί να βγει αποτυχημένος γιατρός; Ολοφάνερα εκείνος που πρώτα πρώτα είναι γιατρός και μάλιστα καλός γιατρός· γιατί αυτός θα μπορούσε να γίνει κι αποτυχημένος· εμείς οι άλλοι όμως, που δεν έχουμε ιδέα από ιατρική, σε περίπτωση αποτυχίας δε θα ήταν δυνατό να θεωρηθούμε ούτε γιατροί ούτε αρχιτέκτονες [345b] ούτε τίποτ᾽ άλλο παρόμοιο· κι εκείνος που στην αποτυχία του δεν μπορεί να θεωρηθεί γιατρός, ολοφάνερα αυτός δεν μπορεί να ονομαστεί και κακός γιατρός. Παρόμοια και ο ενάρετος άνθρωπος δεν αποκλείεται καμιά φορά να γίνει κακός — θες από το πέρασμα του καιρού, θες από κούραση, θες από αρρώστια ή από κάποιο άλλο συναπάντημα· γιατί η μόνη αληθινή συμφορά είναι αυτή: το να χάσει κανείς τις γνώσεις του. Αντίθετα, ο κακός δεν είναι δυνατό να γίνει κάποτε κακός· γιατί πάντα του είναι· λοιπόν, αν είναι να γίνει κακός, πρέπει προηγουμένως να γίνει ενάρετος. Έτσι και αυτοί οι στίχοι της ωδής αυτό θέλουν να πουν, [345c] δηλαδή ότι δεν είναι δυνατό ένας άνθρωπος να είναι ενάρετος, να μένει συνέχεια ενάρετος, είναι όμως δυνατό να γίνει ενάρετος και ξανά αυτός ο ίδιος να γίνει κακός·
ποιον αγαπάνε οι θεοί, αυτός ο πιο καλός
και για καιρό περίσσιο.