Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πρωταγόρας (314c-316a)

Δόξαν ἡμῖν ταῦτα ἐπορευόμεθα· ἐπειδὴ δὲ ἐν τῷ προθύρῳ ἐγενόμεθα, ἐπιστάντες περί τινος λόγου διελεγόμεθα, ὃς ἡμῖν κατὰ τὴν ὁδὸν ἐνέπεσεν· ἵν᾽ οὖν μὴ ἀτελὴς γένοιτο, ἀλλὰ διαπερανάμενοι οὕτως ἐσίοιμεν, στάντες ἐν τῷ προθύρῳ διελεγόμεθα ἕως συνωμολογήσαμεν ἀλλήλοις. δοκεῖ οὖν μοι, ὁ θυρωρός, εὐνοῦχός τις, κατήκουεν ἡμῶν, κινδυνεύει δὲ [314d] διὰ τὸ πλῆθος τῶν σοφιστῶν ἄχθεσθαι τοῖς φοιτῶσιν εἰς τὴν οἰκίαν· ἐπειδὴ γοῦν ἐκρούσαμεν τὴν θύραν, ἀνοίξας καὶ ἰδὼν ἡμᾶς, «Ἔα,» ἔφη, «σοφισταί τινες· οὐ σχολὴ αὐτῷ·» καὶ ἅμα ἀμφοῖν τοῖν χεροῖν τὴν θύραν πάνυ προθύμως ὡς οἷός τ᾽ ἦν ἐπήραξεν. καὶ ἡμεῖς πάλιν ἐκρούομεν, καὶ ὃς ἐγκεκλῃμένης τῆς θύρας ἀποκρινόμενος εἶπεν, «Ὦ ἄνθρωποι,» ἔφη, «οὐκ ἀκηκόατε ὅτι οὐ σχολὴ αὐτῷ;» «Ἀλλ᾽ ὠγαθέ,» ἔφην ἐγώ, «οὔτε παρὰ Καλλίαν ἥκομεν οὔτε σοφισταί ἐσμεν. ἀλλὰ θάρρει· [314e] Πρωταγόραν γάρ τοι δεόμενοι ἰδεῖν ἤλθομεν· εἰσάγγειλον οὖν.» μόγις οὖν ποτε ἡμῖν ἅνθρωπος ἀνέῳξεν τὴν θύραν.
Ἐπειδὴ δὲ εἰσήλθομεν, κατελάβομεν Πρωταγόραν ἐν τῷ προστῴῳ περιπατοῦντα, ἑξῆς δ᾽ αὐτῷ συμπεριεπάτουν ἐκ μὲν τοῦ ἐπὶ θάτερα Καλλίας ὁ Ἱππονίκου καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ [315a] ὁ ὁμομήτριος, Πάραλος ὁ Περικλέους, καὶ Χαρμίδης ὁ Γλαύκωνος, ἐκ δὲ τοῦ ἐπὶ θάτερα ὁ ἕτερος τῶν Περικλέους Ξάνθιππος, καὶ Φιλιππίδης ὁ Φιλομήλου καὶ Ἀντίμοιρος ὁ Μενδαῖος, ὅσπερ εὐδοκιμεῖ μάλιστα τῶν Πρωταγόρου μαθητῶν καὶ ἐπὶ τέχνῃ μανθάνει, ὡς σοφιστὴς ἐσόμενος. τούτων δὲ οἳ ὄπισθεν ἠκολούθουν ἐπακούοντες τῶν λεγομένων τὸ μὲν πολὺ ξένοι ἐφαίνοντο —οὓς ἄγει ἐξ ἑκάστων τῶν πόλεων ὁ Πρωταγόρας, δι᾽ ὧν διεξέρχεται, κηλῶν τῇ φωνῇ ὥσπερ [315b] Ὀρφεύς, οἱ δὲ κατὰ τὴν φωνὴν ἕπονται κεκηλημένοι— ἦσαν δέ τινες καὶ τῶν ἐπιχωρίων ἐν τῷ χορῷ. τοῦτον τὸν χορὸν μάλιστα ἔγωγε ἰδὼν ἥσθην, ὡς καλῶς ηὐλαβοῦντο μηδέποτε ἐμποδὼν ἐν τῷ πρόσθεν εἶναι Πρωταγόρου, ἀλλ᾽ ἐπειδὴ αὐτὸς ἀναστρέφοι καὶ οἱ μετ᾽ ἐκείνου, εὖ πως καὶ ἐν κόσμῳ περιεσχίζοντο οὗτοι οἱ ἐπήκοοι ἔνθεν καὶ ἔνθεν, καὶ ἐν κύκλῳ περιιόντες ἀεὶ εἰς τὸ ὄπισθεν καθίσταντο κάλλιστα.
«Τὸν δὲ μετ᾽ εἰσενόησα», ἔφη Ὅμηρος, Ἱππίαν τὸν [315c] Ἠλεῖον, καθήμενον ἐν τῷ κατ᾽ ἀντικρὺ προστῴῳ ἐν θρόνῳ· περὶ αὐτὸν δ᾽ ἐκάθηντο ἐπὶ βάθρων Ἐρυξίμαχός τε ὁ Ἀκουμενοῦ καὶ Φαῖδρος ὁ Μυρρινούσιος καὶ Ἄνδρων ὁ Ἀνδροτίωνος καὶ τῶν ξένων πολῖταί τε αὐτοῦ καὶ ἄλλοι τινές. ἐφαίνοντο δὲ περὶ φύσεώς τε καὶ τῶν μετεώρων ἀστρονομικὰ ἄττα διερωτᾶν τὸν Ἱππίαν, ὁ δ᾽ ἐν θρόνῳ καθήμενος ἑκάστοις αὐτῶν διέκρινεν καὶ διεξῄει τὰ ἐρωτώμενα.
Καὶ μὲν δὴ «καὶ Τάνταλόν γε εἰσεῖδον» —ἐπεδήμει [315d] γὰρ ἄρα καὶ Πρόδικος ὁ Κεῖος— ἦν δὲ ἐν οἰκήματί τινι, ᾧ πρὸ τοῦ μὲν ὡς ταμιείῳ ἐχρῆτο Ἱππόνικος, νῦν δὲ ὑπὸ τοῦ πλήθους τῶν καταλυόντων ὁ Καλλίας καὶ τοῦτο ἐκκενώσας ξένοις κατάλυσιν πεποίηκεν. ὁ μὲν οὖν Πρόδικος ἔτι κατέκειτο, ἐγκεκαλυμμένος ἐν κῳδίοις τισὶν καὶ στρώμασιν καὶ μάλα πολλοῖς, ὡς ἐφαίνετο· παρεκάθηντο δὲ αὐτῷ ἐπὶ ταῖς πλησίον κλίναις Παυσανίας τε ὁ ἐκ Κεραμέων καὶ μετὰ Παυσανίου νέον τι ἔτι μειράκιον, ὡς μὲν ἐγᾦμαι καλόν τε [315e] κἀγαθὸν τὴν φύσιν, τὴν δ᾽ οὖν ἰδέαν πάνυ καλός. ἔδοξα ἀκοῦσαι ὄνομα αὐτῷ εἶναι Ἀγάθωνα, καὶ οὐκ ἂν θαυμάζοιμι εἰ παιδικὰ Παυσανίου τυγχάνει ὤν. τοῦτό τ᾽ ἦν τὸ μειράκιον, καὶ τὼ Ἀδειμάντω ἀμφοτέρω, ὅ τε Κήπιδος καὶ ὁ Λευκολοφίδου, καὶ ἄλλοι τινὲς ἐφαίνοντο· περὶ δὲ ὧν διελέγοντο οὐκ ἐδυνάμην ἔγωγε μαθεῖν ἔξωθεν, καίπερ λιπαρῶς ἔχων ἀκούειν τοῦ Προδίκου —πάσσοφος γάρ μοι δοκεῖ ἁνὴρ [316a] εἶναι καὶ θεῖος— ἀλλὰ διὰ τὴν βαρύτητα τῆς φωνῆς βόμβος τις ἐν τῷ οἰκήματι γιγνόμενος ἀσαφῆ ἐποίει τὰ λεγόμενα.
Καὶ ἡμεῖς μὲν ἄρτι εἰσεληλύθεμεν, κατόπιν δὲ ἡμῶν ἐπεισῆλθον Ἀλκιβιάδης τε ὁ καλός, ὡς φῂς σὺ καὶ ἐγὼ πείθομαι, καὶ Κριτίας ὁ Καλλαίσχρου.

Από το σπίτι του Σωκράτη στο αρχοντικό του Καλλία.
Μείναμε σύμφωνοι και ξεκινήσαμε. Όταν φτάσαμε στο πρόθυρο, σταματήσαμε και συζητούσαμε για κάποιο θέμα, που το αρχίσαμε στο δρόμο μας· λοιπόν, για να μην τ᾽ αφήσουμε στη μέση, αλλά πρώτα να το ξεδιαλύνουμε και τότε να μπούμε, σταματήσαμε στο πρόθυρο και συζητούσαμε, ώσπου ο ένας ήρθε στα λόγια του άλλου. Που λες, φαίνεται ότι ο θυρωρός, κάποιος ευνούχος, μας κρυφάκουε· δεν αποκλείεται, [314d] επειδή το σπίτι γέμισε από σοφιστές, να του δίνουν στα νεύρα οι επισκέπτες. Τέλος πάντων, όταν χτυπήσαμε την πόρτα, άνοιξε και, μόλις μας είδε, είπε:
Νά τα μας, πάλι σοφιστές! Δεν έχει καιρό ο κύριος — και την ίδια στιγμή με τα δυο του χέρια πολύ ορμητικά μας βρόντησε την πόρτα μ᾽ όση δύναμη είχε. Και εμείς ξανά τη χτυπούσαμε, αλλά αυτός (κρατώντας την κλειστή) απαντώντας στα χτυπήματά μας είπε:
Άνθρωποι του θεού, δεν ακούσατε ότι ο κύριος δεν έχει καιρό;
Φίλε μου, του είπα, ούτε για τον Καλλία ήρθαμε ούτε σοφιστές είμαστε. Ησύχασε! [314e] Νά, ήρθαμε επειδή είναι ανάγκη να δούμε τον Πρωταγόρα· έλα, ανάγγειλέ μας.
Τότε, με δυσκολία, επιτέλους μας άνοιξε ο άνθρωπος την πόρτα.

Οι μεγάλοι σοφιστές και οι μαθητές τους.
Μπαίνοντας βρήκαμε τον Πρωταγόρα να κάνει περίπατο στο προστώο· στην ίδια σειρά μ᾽ αυτόν βάδιζαν από το ένα του χέρι ο Καλλίας, ο γιος του Ιππονίκου, και ο αδερφός του [315a] (από την ίδια μητέρα) ο Πάραλος, ο γιος του Περικλή, και ο Χαρμίδης, ο γιος του Γλαύκωνα, κι από το άλλο ο άλλος γιος του Περικλή, ο Ξάνθιππος, και ο Φιλιππίδης, ο γιος του Φιλομήλου, και ο Αντίμοιρος από τη Μένδη, το ξεφτέρι ανάμεσα στους μαθητές του Πρωταγόρα· αυτός μαθητεύει, για να ασκήσει το επάγγελμα, να γίνει σοφιστής. Οι πιο πολλοί απ᾽ όσους ακολουθούσαν από πίσω φαίνονταν ξένοι· αυτούς τους φέρνει μαζί του ο Πρωταγόρας από κάθε πόλη που περνά, μαγεύοντάς τους με την ομιλία του, [315b] όπως ο Ορφέας, κι αυτοί τον ακολουθούν δεμένοι από τα μάγια της ομιλίας του· ήταν όμως και μερικοί ντόπιοι στον όμιλό τους. Τον χάρηκε πολύ η καρδιά μου αυτό τον όμιλο· πόσο όμορφα πρόσεχαν μήπως καμιά στιγμή βρεθούν μπροστά στον Πρωταγόρα και τον εμποδίσουν. Κάθε φορά που εκείνος και οι διπλανοί του έκαναν μεταβολή, τούτοι οι ακροατές ωραία ωραία και με τάξη ανοίγονταν προς τα δεξιά και τ᾽ αριστερά και βαδίζοντας κυκλικά πάντοτε έπαιρναν θέση πίσω τους αρμονικότατα.
«Πήρε το μάτι μου πιο ύστερα αυτόν», για να θυμηθούμε τον Όμηρο, τον Ιππία [315c] τον Ηλείο, να κάθεται στο απέναντι μέρος του προστώου, σε θρόνο· γύρω του κάθονταν πάνω σε πάγκους ο Ερυξίμαχος, ο γιος του Ακουμενού, και ο Φαίδρος από τη Μυρρινούντα, και ο Άνδρων, ο γιος του Ανδροτίωνα, και ξένοι, συμπολίτες του οι πιο πολλοί και κάνα δυο από άλλα μέρη. Μου φάνηκε ότι ψιλορωτούσαν τον Ιππία πάνω στη φύση και τα ουράνια σώματα, προβλήματα αστρονομικά, και αυτός από το θρόνο του έδινε ορισμούς και πλατιές εξηγήσεις σ᾽ ό,τι τον ρωτούσαν.
«Αλήθεια, και τον Τάνταλο έπιασε η ματιά μου» — γιατί βέβαια στην πόλη μας βρισκόταν [315d] και ο Πρόδικος ο Κείος· ήταν σ᾽ ένα δωμάτιο που πρώτα το είχε για αποθήκη ο Ιππόνικος, τώρα όμως που το σπίτι γέμισε από φιλοξενουμένους το άδειασε κι αυτό ο Καλλίας και το έκανε κατάλυμα των ξένων. Λοιπόν ο Πρόδικος ήταν ακόμη ξαπλωμένος, σκεπασμένος με μερικές προβιές κι ένα σωρό σκεπάσματα, όπως φαινόταν. Δίπλα του, στα γειτονικά κρεβάτια, καθόταν ο Παυσανίας από το δήμο των Κεραμέων, και μαζί με τον Παυσανία ένα παλικαράκι, νεαρό ακόμα, [315e] προικισμένο με εξαιρετικά πνευματικά χαρίσματα, κατά τη γνώμη μου, και, χωρίς αμφιβολία, πολύ όμορφο. Σαν να πήρε τ᾽ αυτί μου πως το όνομά του είναι Αγάθων· και δε θα με παραξένευε, αν μάθαινα ότι είναι το αγαπημένο αγόρι του Παυσανία. Εκτός απ᾽ αυτό το παλικαράκι, ήταν κι οι δυο Αδείμαντοι, ο γιος του Κήπιδα κι ο γιος του Λευκολοφίδη· φαίνονταν και μερικοί άλλοι. Έτσι που βρισκόμουν απ᾽ έξω δεν μπορούσα να σχηματίσω ιδέα πάνω σε ποιά θέματα συζητούσαν, αν και τί δε θα ᾽δινα για ν᾽ ακούω τον Πρόδικο — γιατί μου φαίνεται ότι ο άνθρωπος αυτός είναι πάνσοφος [316a] και θεϊκός— αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τα λεγόμενά του, γιατί ένα βουητό γέμιζε το δωμάτιό του, καθώς έχει φωνή μπάσου.
Δεν είχαμε μπει εμείς ακόμα καλά καλά, και αμέσως κατόπι μας φάνηκε ο Αλκιβιάδης, ο ωραίος — όπως τον λες εσύ, κι εγώ δε λέω όχι— και ο Κριτίας, ο γιος του Καλλαίσχρου.