Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πρωταγόρας (338e-339d)

Ἤρξατο οὖν ἐρωτᾶν οὑτωσί πως· Ἡγοῦμαι, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ἐγὼ ἀνδοὶ παιδείας μέγιστον μέρος εἶναι περὶ ἐπῶν [339a] δεινὸν εἶναι· ἔστιν δὲ τοῦτο τὰ ὑπὸ τῶν ποιητῶν λεγόμενα οἷόν τ᾽ εἶναι συνιέναι ἅ τε ὀρθῶς πεποίηται καὶ ἃ μή, καὶ ἐπίστασθαι διελεῖν τε καὶ ἐρωτώμενον λόγον δοῦναι. καὶ δὴ καὶ νῦν ἔσται τὸ ἐρώτημα περὶ τοῦ αὐτοῦ μὲν περὶ οὗπερ ἐγώ τε καὶ σὺ νῦν διαλεγόμεθα, περὶ ἀρετῆς, μετενηνεγμένον δ᾽ εἰς ποίησιν· τοσοῦτον μόνον διοίσει. λέγει γάρ που Σιμωνίδης πρὸς Σκόπαν τὸν Κρέοντος ὑὸν τοῦ Θετταλοῦ ὅτι—
[339b] ἄνδρ᾽ ἀγαθὸν μὲν ἀλαθέως γενέσθαι χαλεπόν,
χερσίν τε καὶ ποσὶ καὶ νόῳ τετράγωνον, ἄνευ ψόγου
τετυγμένον.
τοῦτο ἐπίστασαι τὸ ᾆσμα, ἢ πᾶν σοι διεξέλθω;
Καὶ ἐγὼ εἶπον ὅτι Οὐδὲν δεῖ· ἐπίσταμαί τε γάρ, καὶ πάνυ μοι τυγχάνει μεμεληκὸς τοῦ ᾄσματος.
Εὖ, ἔφη, λέγεις. πότερον οὖν καλῶς σοι δοκεῖ πεποιῆσθαι καὶ ὀρθῶς, ἢ οὔ; ― Πάνυ, ἔφην ἐγώ, ‹καλῶς› τε καὶ ὀρθῶς. ― Δοκεῖ δέ σοι καλῶς πεποιῆσθαι, εἰ ἐναντία λέγει αὐτὸς αὑτῷ ὁ ποιητής; ― Οὐ καλῶς, ἦν δ᾽ ἐγώ. ― Ὅρα δή, ἔφη, [339c] βέλτιον. ― Ἀλλ᾽, ὠγαθέ, ἔσκεμμαι ἱκανῶς. ― Οἶσθα οὖν, ἔφη, ὅτι προϊόντος τοῦ ᾄσματος λέγει που—
οὐδέ μοι ἐμμελέως τὸ Πιττάκειον νέμεται,
καίτοι σοφοῦ παρὰ φωτὸς εἰρημένον· χαλεπὸν φάτ᾽ ἐσθλὸν
ἔμμεναι.
ἐννοεῖς ὅτι ὁ αὐτὸς οὗτος καὶ τάδε λέγει κἀκεῖνα τὰ ἔμπροσθεν; ― Οἶδα, ἦν δ᾽ ἐγώ. ― Δοκεῖ οὖν σοι, ἔφη, ταῦτα ἐκείνοις ὁμολογεῖσθαι; ― Φαίνεται ἔμοιγε (καὶ ἅμα μέντοι ἐφοβούμην μὴ τὶ λέγοι) ἀτάρ, ἔφην ἐγώ, σοὶ οὐ φαίνεται; ― Πῶς γὰρ ἂν [339d] φαίνοιτο ὁμολογεῖν αὐτὸς ἑαυτῷ ὁ ταῦτα ἀμφότερα λέγων, ὅς γε τὸ μὲν πρῶτον αὐτὸς ὑπέθετο χαλεπὸν εἶναι ἄνδρα ἀγαθὸν γενέσθαι ἀλαθείᾳ, ὀλίγον δὲ τοῦ ποιήματος εἰς τὸ πρόσθεν προελθὼν ἐπελάθετο, καὶ Πιττακὸν τὸν ταὐτὰ λέγοντα ἑαυτῷ, ὅτι «χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι», τοῦτον μέμφεταί τε καὶ οὔ φησιν ἀποδέχεσθαι αὐτοῦ τὰ αὐτὰ ἑαυτῷ λέγοντος; καίτοι ὁπότε τὸν ταὐτὰ λέγοντα αὑτῷ μέμφεται, δῆλον ὅτι καὶ ἑαυτὸν μέμφεται, ὥστε ἤτοι τὸ πρότερον ἢ ὕστερον οὐκ ὀρθῶς λέγει.

Δ. Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΩΔΗΣ ΤΟΥ ΣΙΜΩΝΙΔΗ.
Ο Πρωταγόρας οδηγεί τον Σωκράτη σε αντίφαση.
Λοιπόν, νά με ποιό τρόπο άρχισε τις ερωτήσεις του: Προσωπικά πιστεύω, είπε, ότι το πιο σπουδαίο στοιχείο της μόρφωσης ενός ανθρώπου είναι η εξοικείωσή του με την ποίηση, Σωκράτη· [339a] θέλω να πω, να μπορεί να καταλαβαίνει ποιοί από τους στίχους των ποιητών είναι επιτυχημένοι και ποιοί όχι και να ξέρει να τους αναλύει και να δικαιολογεί την άποψή του, αν ρωτηθεί. Έτσι λοιπόν και τώρα το ερώτημά μου θα είναι πάνω στο ίδιο θέμα, για το οποίο εδώ και λίγη ώρα συζητούσαμε εμείς οι δυο, δηλαδή την αρετή, μεταφερμένο όμως στην περιοχή της ποίησης· αυτή θα είναι όλη κι όλη η διαφορά. Γιατί, αν θυμάμαι καλά, ο Σιμωνίδης λέει στον Σκόπα, το γιο του Κρέοντα του Θεσσαλού, ότι
[339b] Δύσκολο, ναι, ενάρετος ο άνθρωπος να γίνει
αληθινά· στα χέρια και στα πόδια και στο νου
τετράγωνος· ψεγάδι επάνω του κανένα
Σου είναι γνωστή αυτή η ωδή ή να σου την απαγγείλω ολόκληρη; Κι εγώ του είπα ότι δεν υπάρχει λόγος· γιατί όχι μονάχα μου είναι γνωστή, αλλά έτυχε ν᾽ ασχοληθώ με το πάρα πάνω με την ωδή αυτή.
Τόσο το καλύτερο, είπε. Γιά δες, λοιπόν: κατά τη γνώμη σου ο ποιητής την έγραψε ωραία και ορθά ή όχι;
Εξαιρετικά ωραία και ορθά, του είπα.
Έχεις ωστόσο τη γνώμη ότι είναι ωραία γραμμένη, αν ο ποιητής φάσκει και αντιφάσκει;
Κάθε άλλο, του είπα.
Λοιπόν, πρόσεξέ την καλύτερα, είπε.
[339c] Μα αγαπητέ μου, την έχω μελετήσει, και με το παραπάνω.
Ξέρεις λοιπόν ότι σ᾽ ένα σημείο της ωδής, πάρα κάτω, λέει:
Μπορεί να ήτανε σοφός ο Πιττακός,
όμως τα λόγια του σύμφωνο δε με βρίσκουν:
να ᾽ναι κανείς καλός δύσκολο πράγμα, είπε.
Περνά τάχα απ᾽ το νου σου ότι αυτοί οι στίχοι και οι προηγούμενοι είναι του ίδιου ποιητή;
Ξέρω ότι είναι, είπα.
Λοιπόν, κατά τη γνώμη σου αυτοί οι τελευταίοι συμφωνούν με τους πρώτους;
Αυτή την εντύπωση μου δίνουν, είπα. Την ίδια ώρα όμως φοβόμουν μήπως είχε δίκιο. Λοιπόν, σ᾽ εσένα δε δίνουν την ίδια εντύπωση; είπα.
Μα πώς [339d] να μου δώσει την εντύπωση ότι συμφωνεί με τον εαυτό του εκείνος που λέει και τα δύο αυτά; που ξεκινά με την άποψη πως:
Δύσκολο, ναι, ενάρετος ο άνθρωπος να γίνει
αληθινά
και λίγους στίχους παρακάτω ο ίδιος ξεχάστηκε και αποπαίρνει τον Πιττακό — που λέει τα ίδια μ᾽ αυτόν, πως:
να ᾽ναι κανείς καλός δύσκολο πράγμα —
και αρνιέται να δεχτεί τη γνώμη του, την ώρα που ο άνθρωπος λέει τα ίδια μ᾽ αυτόν! Αλλά, εφόσον αποπαίρνει τον άνθρωπο που λέει ό,τι κι ο ίδιος του, ολοφάνερα αποπαίρνει και τον εαυτό του· συμπέρασμα: είτε την πρώτη είτε τη δεύτερη φορά τα λόγια του δε στέκονται.