Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πρωταγόρας (358a-359a)

[358a] Ταῦτα μὲν τοῖς πολλοῖς ἀποκεκριμένοι ἂν ἦμεν· ὑμᾶς δὲ δὴ μετὰ Πρωταγόρου ἐρωτῶ, ‹ὦ› Ἱππία τε καὶ Πρόδικε (κοινὸς γὰρ δὴ ἔστω ὑμῖν ὁ λόγος) πότερον δοκῶ ὑμῖν ἀληθῆ λέγειν ἢ ψεύδεσθαι. ― Ὑπερφυῶς ἐδόκει ἅπασιν ἀληθῆ εἶναι τὰ εἰρημένα. ― Ὁμολογεῖτε ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸ μὲν ἡδὺ ἀγαθὸν εἶναι, τὸ δὲ ἀνιαρὸν κακόν. τὴν δὲ Προδίκου τοῦδε διαίρεσιν τῶν ὀνομάτων παραιτοῦμαι· εἴτε γὰρ ἡδὺ εἴτε τερπνὸν λέγεις εἴτε χαρτόν, εἴτε ὁπόθεν καὶ ὅπως χαίρεις τὰ τοιαῦτα [358b] ὀνομάζων, ὦ βέλτιστε Πρόδικε, τοῦτό μοι πρὸς ὃ βούλομαι ἀπόκριναι. ― Γελάσας οὖν ὁ Πρόδικος συνωμολόγησε, καὶ οἱ ἄλλοι. ― Τί δὲ δή, ὦ ἄνδρες, ἔφην ἐγώ, τὸ τοιόνδε; αἱ ἐπὶ τούτου πράξεις ἅπασαι, ἐπὶ τοῦ ἀλύπως ζῆν καὶ ἡδέως, ἆρ᾽ οὐ καλαί [καὶ ὠφέλιμοι]; καὶ τὸ καλὸν ἔργον ἀγαθόν τε καὶ ὠφέλιμον; ― Συνεδόκει. ― Εἰ ἄρα, ἔφην ἐγώ, τὸ ἡδὺ ἀγαθόν ἐστιν, οὐδεὶς οὔτε εἰδὼς οὔτε οἰόμενος ἄλλα βελτίω εἶναι ἢ [358c] ἃ ποιεῖ, καὶ δυνατά, ἔπειτα ποιεῖ ταῦτα, ἐξὸν τὰ βελτίω· οὐδὲ τὸ ἥττω εἶναι αὑτοῦ ἄλλο τι τοῦτ᾽ ἐστὶν ἢ ἀμαθία, οὐδὲ κρείττω ἑαυτοῦ ἄλλο τι ἢ σοφία. ― Συνεδόκει πᾶσιν. ― Τί δὲ δή; ἀμαθίαν ἆρα τὸ τοιόνδε λέγετε, τὸ ψευδῆ ἔχειν δόξαν καὶ ἐψεῦσθαι περὶ τῶν πραγμάτων τῶν πολλοῦ ἀξίων; ― Καὶ τοῦτο πᾶσι συνεδόκει. ― Ἄλλο τι οὖν, ἔφην ἐγώ, ἐπί γε τὰ κακὰ οὐδεὶς ἑκὼν ἔρχεται οὐδὲ ἐπὶ ἃ οἴεται κακὰ εἶναι, οὐδ᾽ [358d] ἔστι τοῦτο, ὡς ἔοικεν, ἐν ἀνθρώπου φύσει, ἐπὶ ἃ οἴεται κακὰ εἶναι ἐθέλειν ἰέναι ἀντὶ τῶν ἀγαθῶν· ὅταν τε ἀναγκασθῇ δυοῖν κακοῖν τὸ ἕτερον αἱρεῖσθαι, οὐδεὶς τὸ μεῖζον αἱρήσεται ἐξὸν τὸ ἔλαττον; ― Ἅπαντα ταῦτα συνεδόκει ἅπασιν ἡμῖν. ― Τί οὖν; ἔφην ἐγώ, καλεῖτέ ‹τι› δέος καὶ φόβον; καὶ ἆρα ὅπερ ἐγώ; (πρὸς σὲ λέγω, ὦ Πρόδικε). προσδοκίαν τινὰ λέγω κακοῦ τοῦτο, εἴτε φόβον εἴτε δέος καλεῖτε. ― Ἐδόκει Πρωταγόρᾳ μὲν καὶ Ἱππίᾳ δέος τε καὶ φόβος εἶναι τοῦτο, [358e] Προδίκῳ δὲ δέος, φόβος δ᾽ οὔ. ― Ἀλλ᾽ οὐδέν, ἔφην ἐγώ, Πρόδικε, διαφέρει· ἀλλὰ τόδε. εἰ ἀληθῆ τὰ ἔμπροσθέν ἐστιν, ἆρά τις ἀνθρώπων ἐθελήσει ἐπὶ ταῦτα ἰέναι ἃ δέδοικεν, ἐξὸν ἐπὶ ἃ μή; ἢ ἀδύνατον ἐκ τῶν ὡμολογημένων; ἃ γὰρ δέδοικεν, ὡμολόγηται ἡγεῖσθαι κακὰ εἶναι· ἃ δὲ ἡγεῖται κακά, οὐδένα οὔτε ἰέναι ἐπὶ ταῦτα οὔτε λαμβάνειν ἑκόντα. ― Ἐδόκει [359a] καὶ ταῦτα πᾶσιν.

δ) Συναγωγή συμπερασμάτων.
[358a] Αυτή την απάντηση θα δίναμε στον πολύ κόσμο. Τώρα με τη σειρά σας, Πρόδικε και Ιππία, γιατί είναι καιρός κι εσείς να πάρετε μέρος στη συζήτηση, σας ρωτάμε εγώ κι ο Πρωταγόρας: Τί λέτε, τα λόγια μας σας φαίνονται ορθά ή όχι;
Όλοι τους απάντησαν ότι τα όσα ειπώθηκαν ήταν ορθά, και κάτι περισσότερο.
Παραδέχεστε λοιπόν ότι το ευχάριστο είναι καλό και το λυπηρό κακό; Συμπάθα με, Πρόδικε, που αφήνω κατά μέρος τις διακρίσεις που συνηθίζεις να κάνεις ανάμεσα στα συνώνυμα· λοιπόν, πες το ευχάριστο, πες το τερπνό, πες το ευφρόσυνο, πες το με όποιο όνομα του δίνεις ανάλογα με τις σκέψεις και τη διάθεσή σου, [358b] καλέ μου Πρόδικε, και απάντησε σ᾽ αυτό που θέλω να σε ρωτήσω.
Ο Πρόδικος χαμογέλασε και απάντησε ότι συμφωνεί, όπως και οι υπόλοιποι.
Λοιπόν, φίλοι μου, πώς σας φαίνεται τούτο εδώ; τους είπα. Όλες οι ενέργειες που γίνονται γι᾽ αυτό, δηλαδή για μια ζωή ευχάριστη και δίχως λύπες, δεν είναι ωραίες; και το ωραίο έργο δεν είναι καλό κι ωφέλιμο;
Συμφώνησαν.
Λοιπόν, τους είπα, αν το ευχάριστο είναι καλό, μπορεί να βρεθεί άνθρωπος που να ξέρει ή που να φαντάζεται ότι υπάρχουν άλλα καλύτερα [358c] απ᾽ αυτό που κάνει και πραγματοποιήσιμα, και όμως να το κάνει, μολονότι μπορούσε να κάνει τα καλύτερα; κι όταν λέμε ότι κάποιος είναι κατώτερος από τον εαυτό του, δεν εννοούμε τίποτ᾽ άλλο παρά ότι βρίσκεται σε άγνοια, ενώ, όταν λέμε ότι είναι ανώτερος από τον εαυτό του, ότι έχει σοφία;
Συμφώνησαν όλοι τους.
Και κάτι ακόμη: όταν λέτε αμάθεια, εννοείτε κάτι τέτοιο, δηλαδή το να έχει κανείς σφαλερή γνώμη και να πέφτει έξω για τα σπουδαιότερα πράγματα;
Όλοι συμφώνησαν και σ᾽ αυτό.
Δε βγαίνει λοιπόν απ᾽ αυτά ότι κανείς δε βαδίζει προς το κακό με τη θέλησή του ούτε προς εκείνο που πιστεύει ότι είναι κακό [358d] και μάλιστα κάτι τέτοιο είναι αντίθετο με τη φύση του ανθρώπου —όπως δείχνουν τα πράγματα— δηλαδή το να βαδίζει πρόθυμα προς το κακό κι όχι προς το καλό· κι αν βρεθεί στην ανάγκη να διαλέξει το ένα από τα δύο κακά, κανείς δε θα εκλέξει το μεγαλύτερο, εφόσον μπορεί να πάρει το μικρότερο.
Όλη η συντροφιά συμφωνήσαμε πάνω σ᾽ αυτό.

Η δειλία ταυτίζεται με την άγνοια — η ανδρεία ταυτίζεται με τη σοφία.
Τώρα, τους είπα, υπάρχει κάτι άλλο που το λέμε δειλία ή φόβο; Και όταν λέτε τις λέξεις αυτές, εννοείτε ό,τι κι εγώ; Για σένα μιλώ, Πρόδικε· είτε δειλία το λέτε είτε φόβο, εγώ λέγοντάς τες εννοώ το καρδιοχτύπι για κάποιο κακό που μας έρχεται.
Ο Πρωταγόρας κι ο Ιππίας παραδέχτηκαν ότι αυτό το πράγμα λέγεται δειλία και φόβος, [358e] ο Πρόδικος όμως είπε: Δειλία μάλιστα, όχι όμως φόβος. Δεν έχει καμιά σημασία, Πρόδικε· νά τί είναι σοβαρό: αν τα όσα είπαμε είναι ορθά, βρίσκεται άνθρωπος που θα θελήσει να βαδίσει προς εκείνα που φοβάται, την ώρα που μπορεί να βαδίσει προς εκείνα που δε φοβάται; Ή μήπως αυτό είναι αδύνατο, ύστερ᾽ από τα όσα παραδεχτήκαμε; Γιατί έχουμε παραδεχτεί ότι ο άνθρωπος θεωρεί κακά τα όσα φοβάται, και ότι κανένας δε βαδίζει προς αυτά που θεωρεί κακά ούτε τα δέχεται με τη θέλησή του.
Όλοι συμφώνησαν [359a] και στο σημείο αυτό.