Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πρωταγόρας (356c-357e)

Ὅτε δὴ τοῦτο οὕτως ἔχει, τόδε μοι ἀποκρίνασθε, φήσω. φαίνεται ὑμῖν τῇ ὄψει τὰ αὐτὰ μεγέθη ἐγγύθεν μὲν μείζω, πόρρωθεν δὲ ἐλάττω· ἢ οὔ; ― Φήσουσιν. ― Καὶ τὰ παχέα καὶ τὰ πολλὰ ὡσαύτως; καὶ αἱ φωναὶ ‹αἱ› ἴσαι ἐγγύθεν μὲν μείζους, πόρρωθεν δὲ σμικρότεραι; ― Φαῖεν ἄν. ― Εἰ οὖν [356d] ἐν τούτῳ ἡμῖν ἦν τὸ εὖ πράττειν, ἐν τῷ τὰ μὲν μεγάλα μήκη καὶ πράττειν καὶ λαμβάνειν, τὰ δὲ σμικρὰ καὶ φεύγειν καὶ μὴ πράττειν, τίς ἂν ἡμῖν σωτηρία ἐφάνη τοῦ βίου; ἆρα ἡ μετρητικὴ τέχνη ἢ ἡ τοῦ φαινομένου δύναμις; ἢ αὕτη μὲν ἡμᾶς ἐπλάνα καὶ ἐποίει ἄνω τε καὶ κάτω πολλάκις μεταλαμβάνειν ταὐτὰ καὶ μεταμέλειν καὶ ἐν ταῖς πράξεσιν καὶ ἐν ταῖς αἱρέσεσιν τῶν μεγάλων τε καὶ σμικρῶν, ἡ δὲ μετρητικὴ ἄκυρον μὲν ἂν ἐποίησε τοῦτο τὸ φάντασμα, δηλώσασα [356e] δὲ τὸ ἀληθὲς ἡσυχίαν ἂν ἐποίησεν ἔχειν τὴν ψυχὴν μένουσαν ἐπὶ τῷ ἀληθεῖ καὶ ἔσωσεν ἂν τὸν βίον; ἆρ᾽ ἂν ὁμολογοῖεν οἱ ἄνθρωποι πρὸς ταῦτα ἡμᾶς τὴν μετρητικὴν σῴζειν ἂν τέχνην ἢ ἄλλην; ― Τὴν μετρητικήν, ὡμολόγει. ― Τί δ᾽ εἰ ἐν τῇ τοῦ περιττοῦ καὶ ἀρτίου αἱρέσει ἡμῖν ἦν ἡ σωτηρία τοῦ βίου, ὁπότε τὸ πλέον ὀρθῶς ἔδει ἑλέσθαι καὶ ὁπότε τὸ ἔλαττον, ἢ αὐτὸ πρὸς ἑαυτὸ ἢ τὸ ἕτερον πρὸς τὸ ἕτερον, εἴτ᾽ ἐγγὺς εἴτε πόρρω εἴη; τί ἂν ἔσῳζεν ἡμῖν τὸν [357a] βίον; ἆρ᾽ ἂν οὐκ ἐπιστήμη; καὶ ἆρ᾽ ἂν οὐ μετρητική τις, ἐπειδήπερ ὑπερβολῆς τε καὶ ἐνδείας ἐστὶν ἡ τέχνη; ἐπειδὴ δὲ περιττοῦ τε καὶ ἀρτίου, ἆρα ἄλλη τις ἢ ἀριθμητική; Ὁμολογοῖεν ἂν ἡμῖν οἱ ἄνθρωποι ἢ οὔ; ― Ἐδόκουν ἂν καὶ τῷ Πρωταγόρᾳ ὁμολογεῖν. ― Εἶεν, ὦ ἄνθρωποι· ἐπεὶ δὲ δὴ ἡδονῆς τε καὶ λύπης ἐν ὀρθῇ τῇ αἱρέσει ἐφάνη ἡμῖν ἡ σωτηρία τοῦ βίου οὖσα, τοῦ τε πλέονος καὶ ἐλάττονος καὶ [357b] μείζονος καὶ σμικροτέρου καὶ πορρωτέρω καὶ ἐγγυτέρω, ἆρα πρῶτον μὲν οὐ μετρητικὴ φαίνεται, ὑπερβολῆς τε καὶ ἐνδείας οὖσα καὶ ἰσότητος πρὸς ἀλλήλας σκέψις; ― Ἀλλ᾽ ἀνάγκη. ― Ἐπεὶ δὲ μετρητική, ἀνάγκῃ δήπου τέχνη καὶ ἐπιστήμη. ― Συμφήσουσιν. ― Ἥτις μὲν τοίνυν τέχνη καὶ ἐπιστήμη ἐστὶν αὕτη, εἰς αὖθις σκεψόμεθα· ὅτι δὲ ἐπιστήμη ἐστίν, τοσοῦτον ἐξαρκεῖ πρὸς τὴν ἀπόδειξιν ἣν ἐμὲ δεῖ καὶ Πρωταγόραν [357c] ἀποδεῖξαι περὶ ὧν ἤρεσθ᾽ ἡμᾶς. ἤρεσθε δέ, εἰ μέμνησθε, ἡνίκα ἡμεῖς ἀλλήλοις ὡμολογοῦμεν ἐπιστήμης μηδὲν εἶναι κρεῖττον, ἀλλὰ τοῦτο ἀεὶ κρατεῖν, ὅπου ἂν ἐνῇ, καὶ ἡδονῆς καὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων· ὑμεῖς δὲ δὴ ἔφατε τὴν ἡδονὴν πολλάκις κρατεῖν καὶ τοῦ εἰδότος ἀνθρώπου, ἐπειδὴ δὲ ὑμῖν οὐχ ὡμολογοῦμεν, μετὰ τοῦτο ἤρεσθε ἡμᾶς· «Ὦ Πρωταγόρα τε καὶ Σώκρατες, εἰ μὴ ἔστι τοῦτο τὸ πάθημα ἡδονῆς ἡττᾶσθαι, ἀλλὰ τί ποτ᾽ ἐστὶν καὶ τί ὑμεῖς αὐτό φατε εἶναι; εἴπατε [357d] ἡμῖν.» εἰ μὲν οὖν τότε εὐθὺς ὑμῖν εἴπομεν ὅτι Ἀμαθία, κατεγελᾶτε ἂν ἡμῶν· νῦν δὲ ἂν ἡμῶν καταγελᾶτε, καὶ ὑμῶν αὐτῶν καταγελάσεσθε. καὶ γὰρ ὑμεῖς ὡμολογήκατε ἐπιστήμης ἐνδείᾳ ἐξαμαρτάνειν περὶ τὴν τῶν ἡδονῶν αἵρεσιν καὶ λυπῶν τοὺς ἐξαμαρτάνοντας —ταῦτα δέ ἐστιν ἀγαθά τε καὶ κακά— καὶ οὐ μόνον ἐπιστήμης, ἀλλὰ καὶ ἧς τὸ πρόσθεν ἔτι ὡμολογήκατε ὅτι μετρητικῆς· ἡ δὲ ἐξαμαρτανομένη πρᾶξις [357e] ἄνευ ἐπιστήμης ἴστε που καὶ αὐτοὶ ὅτι ἀμαθίᾳ πράττεται. ὥστε τοῦτ᾽ ἐστὶν τὸ ἡδονῆς ἥττω εἶναι, ἀμαθία ἡ μεγίστη, ἧς Πρωταγόρας ὅδε φησὶν ἰατρὸς εἶναι καὶ Πρόδικος καὶ Ἱππίας· ὑμεῖς δὲ διὰ τὸ οἴεσθαι ἄλλο τι ἢ ἀμαθίαν εἶναι οὔτε αὐτοὶ οὔτε τοὺς ὑμετέρους παῖδας παρὰ τοὺς τούτων διδασκάλους τούσδε τοὺς σοφιστὰς πέμπετε, ὡς οὐ διδακτοῦ ὄντος, ἀλλὰ κηδόμενοι τοῦ ἀργυρίου καὶ οὐ διδόντες τούτοις κακῶς πράττετε καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ.

Στη συνέχεια θα τους πω: Μια και έτσι έχει το πράγμα, απαντήστε μου σ᾽ αυτή την ερώτηση: Εμφανίζονται στα μάτια σας τα ίδια μεγέθη από κοντά μεγαλύτερα, από μακριά μικρότερα ή όχι; Ναι, θα μου πουν. Και με τα χοντρά και με τα πολλά πράγματα το ίδιο συμβαίνει; και οι φωνές που έχουν την ίδια δύναμη, από κοντά ακούονται πιο δυνατές, από μακριά πιο αδύνατες; Ναι, θα λέγανε. [356d] Λοιπόν, αν η ευτυχία μας κρεμόταν απ᾽ αυτό, από το να εκτελούμε και να εκλέγουμε τα μεγάλα μεγέθη, ποιό πράγμα θα θεωρούσαμε σωτήρα της ζωής μας; Την τέχνη του υπολογισμού ή την εντύπωση από τα πράγματα που μας δίνουν τα μάτια μας; Ή αυτή η τελευταία ήταν απατηλή και πολλές φορές μας έκανε να παίρνουμε τα ίδια πράγματα τη μια φορά μεγαλύτερα και την άλλη μικρότερα και να μετανιώνουμε και επειδή τα εκτελέσαμε και επειδή τα εκλέξαμε, τα μεγαλύτερα και τα μικρότερα; Ο υπολογισμός όμως θα μπορούσε να ακυρώσει αυτή την πλανερή εντύπωση [356e] και να μας δείξει την πραγματικότητα κι έτσι θα χάριζε τη γαλήνη στην ψυχή μας κρατώντας την κοντά στην αλήθεια και θα έσωζε τη ζωή μας; Τί λες, οι άνθρωποι θα παραδέχονταν ότι στο θέμα που συζητάμε σωτήρας μας είναι η τέχνη του υπολογισμού ή θα είχαν ν᾽ αναφέρουν κάποια άλλη τέχνη;
Ναι, η τέχνη του υπολογισμού, είπε ο Πρωταγόρας.
Τώρα ας υποθέσουμε ότι η σωτηρία της ζωής μας κρεμόταν από το τί θα διαλέγαμε: Τα μονά ή τα ζυγά ποσά; οπότε θα έπρεπε να κάνουμε ορθή εκλογή ανάμεσα στο μεγαλύτερο και το μικρότερο, συγκρίνοντας είτε ένα ζυγό με άλλο ζυγό αριθμό είτε ένα ζυγό με έναν μονό, παίρνοντας υπόψη και την απόσταση, κοντινή είτε μακρινή — τότε ποιός θα ήταν ο σωτήρας της ζωής μας; [357a] Η γνώση βέβαια. Και μάλιστα η γνώση του υπολογισμού, εφόσον έχει να κάμει με το περισσότερο και το λιγότερο. Και μια που στην εκλογή αυτή έχουμε να κάνουμε με τα ζυγά και τα μονά, δε νομίζεις ότι η τέχνη αυτή θα ήταν η αριθμητική; Τί λες, οι άνθρωποι θα συμφωνούσαν μαζί μας ή όχι;
Κι ο Πρωταγόρας είχε τη γνώμη ότι θα συμφωνούσαν.
Πολύ καλά, άνθρωποί μου. Παραπάνω είδαμε ότι η σωτηρία μας κρέμεται από την ορθή εκλογή ανάμεσα στην ηδονή και τη λύπη, δηλαδή την εκλογή ανάμεσα στο περισσότερο και το λιγότερο, [357b] στο μεγαλύτερο και το μικρότερο, στο πιο απομακρυσμένο και το πλησιέστερο· δε νομίζετε λοιπόν ότι είναι ένα είδος υπολογισμού, μια και έχουμε να εξετάσουμε το μεγαλύτερο και το μικρότερο ανάμεσα στην ηδονή και τη λύπη, ή την ισότητά τους;
Ούτε λόγος.
Και αφού είναι ένα είδος υπολογισμού, πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι τέχνη και γνώση.
Ναι, θα πουν.
Τώρα, ποιά τέχνη και γνώση είναι, ας το αφήσουμε για άλλη ευκαιρία· όμως τα όσα είπαμε είναι αρκετά, για ν᾽ αποδειχτεί ότι αυτό είναι γνώση — αυτό δεν είχαμε υποχρέωση ν᾽ αποδείξουμε εγώ κι ο Πρωταγόρας, [357c] απαντώντας στην ερώτηση που μας κάνατε; Τώρα, θυμάστε ότι, όταν εγώ κι ο Πρωταγόρας συμφωνήσαμε πως δεν υπάρχει τίποτε πιο δυνατό από τη γνώση, αλλά αυτή —φτάνει να υπάρχει— βγαίνει πάντοτε ισχυρότερη, ενώ εσείς αντίθετα λέγατε ότι η ηδονή καμιά φορά κυβερνά ακόμα και τον άνθρωπο που έχει τη γνώση, μας ρωτήσατε, επειδή δε συμφωνούσαμε μαζί σας: Πρωταγόρα και Σωκράτη, αν το πάθημα αυτό δεν είναι μια ήττα μας από την ηδονή, τότε τί τέλος πάντων είναι και ποιό όνομα του δίνετε εσείς; Σας ακούμε λοιπόν· [357d] αν τότε αμέσως σας λέγαμε ότι είναι η αμάθεια, θα μας περιγελούσατε· αν όμως μας περιγελάσετε τώρα, θα περιγελάσετε και τον ίδιο τον εαυτό σας. Γιατί εσείς δεν είστε που παραδεχτήκατε ότι, όσοι πέφτουν έξω στην εκλογή ανάμεσα στις ηδονές και τις λύπες, πέφτουν έξω επειδή τους λείπει η γνώση κι ότι αυτά τα δύο είναι τα καλά και τα κακά; Και μάλιστα δεν κάναμε λόγο για κάποια γνώση έτσι αόριστα, αλλά —κι αυτό το παραδεχτήκατε παραπάνω κι εσείς— για τη γνώση του υπολογισμού· εξάλλου το ξέρετε βέβαια κι εσείς ότι μια ενέργεια άστοχη [357e] είναι αποτέλεσμα αμάθειας. Σύμφωνα μ᾽ αυτά νά τί σημαίνει η ήττα μας από την ηδονή: άγνοια που δεν έχει όρια. Είναι αυτή που —κατά τα λεγόμενά τους— τη γιατρεύουν ο Πρωταγόρας αποδώ κι ο Πρόδικος κι ο Ιππίας. Εσείς όμως νομίζετε ότι είναι κάτι άλλο κι όχι η αμάθεια και γι᾽ αυτό ούτε οι ίδιοι σας, αλλά ούτε και τα παιδιά σας τα στέλνετε στους διδασκάλους αυτών των πραγμάτων, τους σοφιστές μας, επειδή νομίζετε ότι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να διδαχτεί· τρέμετε για τα λεφτά σας και δεν τα δίνετε σ᾽ αυτούς· έτσι και του σπιτικού σας και της πολιτείας σας οι υποθέσεις πάνε από το κακό στο χειρότερο.