Parallel Search
Results for: "υπενοικιάζω"
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << First < Previous Next > Last >> |
- υπενοικίασε (1) [υπενοικιάζω - V:J3s:Z2s]
-
M0158 P017 L023 …Ανακαλύπτει ότι ο σύντροφός της υπενοικίασε την ερωτική τους φωλιά σ' ένα φ…
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << First < Previous Next > Last >> |
M0158 P017 L023 …Ανακαλύπτει ότι ο σύντροφός της υπενοικίασε την ερωτική τους φωλιά σ' ένα φ…
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |