Parallel Search
Results for: "συνευρίσκομαι"
1 λέξη με 2 εμφανίσεις | << First < Previous Next > Last >> |
- συνευρεθεί (2) [συνευρίσκομαι - :F3s:S3s]
-
M3324 P004 L006 … και την ανάγκασε εκβιαστικά να συνευρεθεί ερωτικά μαζί του τέσσερις φορές…
N0564 P006 L023 … τον γαμπρό που δεν κατάφερε να συνευρεθεί με τη νύφη την πρώτη νύχτα του …