Parallel Search
Results for: "σπηλαιώδης"
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << First < Previous Next > Last >> |
- σπηλαιώδες (1) [σπηλαιώδης - A:Nns:Ans:Vns]
-
M1201 P003 L008 …ς, που εγκαθιστά το απύλωτο και σπηλαιώδες στην στοματική κοιλότητα. Δεν ε…
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << First < Previous Next > Last >> |
M1201 P003 L008 …ς, που εγκαθιστά το απύλωτο και σπηλαιώδες στην στοματική κοιλότητα. Δεν ε…
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |