Parallel Search

Search

Go
Show

Results for: "καθιδρύω"

1 λέξη με 1 εμφανίσεις

καθιδρύει (1) [καθιδρύω - V:P3s:D3s:T3s]

N0798 P010 L031   …έας ενότητας σφυρηλατεί δεσμούς, καθιδρύει συνδέσμους, προσφέρει αρμούς και…

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go