Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αύξηση [áfksisi] η, (gen αύξησης & αυξήσεως)
- ① increase, rise, augmentation (syn επαύξηση L, μεγάλωμα):
- ~ εισοδήματος, κέρδους, παραγωγής, φόρων |
- ~ γεννήσεων, θανάτων |
- ~ του πληθυσμού |
- ~ εντάσεως του ρεύματος |
- ~ των τιμών price increase, rise in prices (syn άνοδος των τιμών) |
- ~ βάρους gain in weight |
- παρατηρείται ~ της εγκληματικότητας |
- ηθική είναι η επιστήμη, που αντικείμενό της έχει τα μέσα της διατήρησης και της αύξησης της ζωής (Papanoutsos) |
- έβλεπαν τη συνεχή ~ των εχθρικών δυνάμεων (Vacalop) |
- οι συγγραφικές του αυτές προσφορές συνετέλεσαν στην ~ των επαφών ανάμεσα στα Eπτάνησα και στην Eλλάδα (Dimaras)
- ⓐ increase (in salary), raise:
- πήρε ~ στη δουλειά του
- ② gramm augment:
- εσωτερική ~ augment inserted after the prefix of cpd verbs |
- συλλαβική ~ syllabic augment |
- χρονική ~ lengthening of initial vowel (in historic tenses), temporal augment
- ③ biol growth, development (syn ανάπτυξη 2):
- ~ του φυτού
[fr kath αύξησις ← postmed, MG ← K (also pap), AG]
- ① increase, rise, augmentation (syn επαύξηση L, μεγάλωμα):