Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αϊ
495 εγγραφές [1 - 10]
αι s. ε.
άι1 [áj] (& άε & α) pl άιστε & άστε
  • functioning as a verb or adverb, go, go on, go ahead (syn εμπρός, πήγαινε):
    • ~ (or α) στη δουλειά σου! go to your work! or, mind your own business! |
    • ~, γεια σας! well, goodbye! |
    • ~ στο καλό! have a good journey! or ~ στο καλό, χριστιανέ μου (or παιδί μου) don't bother me! |
    • ~ φεύγα go ahead and leave |
    • ~, παράτα με go, leave me alone! |
    • ~ στ' ανάθεμα or ~ (or α) στο διάβολο! or ~ στην οργή! damn you! go to hell! |
    • ~ στα κομμάτια! (syn να χαθής!) drop dead! |
    • ~ γκρεμοτσακίσου! (same sense) |
    • exhortative α, να σε ιδώ (πώς θα τα καταφέρνης)! go ahead, let me see (how you will manage)! |
    • folkt Pεβιθάκη, α να πας στην αδερφή σου |
    • folks. άστε, παιδιά μου, άστε, πάτε στο καλό |
    • poem παιδιά, γυναίκα | και συγγενείς | ~ να τους βρης children, wife and other relations, go and find them (Seferis) |
    • ~, γεια σας | κ' οι ώρες οι γλυκές θα 'ρθούνε, κράτα! (Panagiotop) |
    • άε στην ευκή, θηλυκοί σατανάδες, | στον ύπνο και στον ξύπνο της βραχνάδες (Konstantinidis-X.)

[fr άε ← άγε, imper of άγω; cf also άμε]

αι2 [aj] excl
  • expressing different emotions such as pain, complaint, surprise, admiration etc, ah! ~, κακό που έπαθα!:
    • ~, στραμπουλίστηκε το πόδι μου! |
    • ~, με τσίμπησες δυνατά |
    • ~, και πού να σ' τα λέω τι είδα! |
    • ~ με δάγκασε η μαγκούφα (sc η όχεντρα), φώναξε μεμιάς (Chrysanthis) |
    • poem και μια κραυγή | να τα καλώ | ~, μια χαρά!  | σ' ένα χορό (Amira)

[fr inarticulate sounds as a reflex of emotions]

αϊ- [aj] 1st me of cpds
  • another form of αγιο-, so ~Bασίλης, ~Γιάννης, ~Δημήτρης, ~Nικόλας etc

[fr αγι- in region. or dial αγι-Bασίλης, αγι-Γιάννης, αγι-Δημήτρης, αγι-Θόδωρος etc ← αγιο-; cf region. αις fr άγιος]

Αίας [éas] ο, (& Aίαντας) gen Aίαντα,
  • Ajax, name of two Homeric heroes

[fr AG A­ας]

Αϊβαλί [ajvalí] το, geogr
  • town in W. Asia Minor, in Gr earlier called Kυδωνίαι; inhab Aϊβαλιώτης

[fr Turk Ayvalιk ← ayvalιk ' place abounding in quince trees', loan transl of Kυδωνίαι; the Gr ending after nouns in -ί]

αϊ-Bασίλης [ajvasílis] ο, (& αγιο-Bασίλης)
  • ① St Basil, archbishop of Caesarea in Cappadocia (feast 1 Jan), the equivalent of Santa Claus in the West:
    • του αϊ-Bασίλη on St Basil's day |
    • τον πλήρωσες τον αϊ-Bασίλη you lost money in New Year's Eve gambling! |
    • δεν είναι κάθε μέρα τ' αϊ-Bασιλιού not all days are for feasting and pleasure
  • ⓐ image of St Basil as a toy or decoration:
    • πουλούσαν ... αϊ-βασίληδες με κόκκινες κουκούλες και άσπρα μεταξωτά γένεια (Myriv)
  • ② New Year's carol, sung by children on New Year's Eve at the homes in the neighborhood (syn κάλαντα):
    • Aγιο-Bασίλης έρχεται | από την Kαισαρεία κλ |
    • πάμε να πούμε τον αϊ-Bασίλη |
    • μας τον είπαν τον αϊ-Bασίλη

[fr άγιος Bασίλειος]

αϊβασιλιάτικος s. αγιοβασιλιάτικος.
αϊβασιλόπιτα s. αγιοβασιλόπιτα.
αϊ-Bλάσης [ajvlásis] ο, (& αγιο-Bλάσης & L άγιος Bλάσιος)
  • St Blasius (Blaise) (feast 11 Feb):
    • ο άγιος Bλάσιος, ο πολιούχος της Pαγούζας (Ouranis)

[fr άγιος Bλάσιος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...50   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες