Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αψιός, -ά, -ό [apsjós] region.
- ① sharp, pungent, sour (syn αψός 1, αψύς2 1, μπρούσκος):
- poem .. πατώντας στο ληνό το μαύρο αψιό σταφύλι, | βάφει ως το μηρί (Sikel)
- ② fig quick-tempered, violent, irritable, irascible (syn in αψίθυμος 1):
- τους είδε αψιούς και πολλές φορές κακότροπους και κακούς, μα δεν τους φοβήθηκε (Soukas) |
- poem .. θα δείτε σαν τι γέροι είμαστε εμείς· | τιμωροί κι αψιοί και με όψη καυτερή σαν πιπεριά (Stavrou Ar)
[backform fr αψύς ← αψίς in αψίθυμος, αψικάρδιος, αψίκορος, αψίχολος etc; in the reverse οξύθυμος -οξύς; cf Hatzid, MNE 1.70; ΓE 2.539]
- ① sharp, pungent, sour (syn αψός 1, αψύς2 1, μπρούσκος):