Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αψιά
1 εγγραφή
αψιά [apsjá] adv (& αψά)
  • ① sharply, pungently, acridly:
    • μύριζαν ~οι νταμετζάνες με την αμμωνία (Glezos)
  • ② strongly, angrily, sharply, roughly (syn δυνατά, θυμωμένα):
    • poem .. ο θεϊκός πετάχτηκε Oδυσσέας | μπροστά του και στραβοκοιτώντας τον ~τον αποπήρε (Homer Il 2.245 Kaz-Kakr) |
    • μα αψά ο βαρύσκιωτος την άμπωσε και χοντρομίλησέ της (Kazantz Od 7.412) |
    • πικρά παραπονιούνται, ~ | βαρυγγωμούν για τους φονιάδες (Melachrinos)
  • ③ quickly, fast (syn γρήγορα):
    • poem .. θα του κάμεις κόρες σα γατούλες, | που θα τις αμολάνε τις αυγούλες | αψά κι απανωτά κλ (Stavrou Ar)

[fr αψέα, der of αψύς; form αψά fr postmed, MG αψά, this der of αψός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες