Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αχμάκης [axmácis] ο, αχμάκισσα [axmácisa] η,
- deficient in understanding or intellect, stupid, thickheaded (syn βλάκας, κουτός, χαζός):
- 'ε, μωρέ αχμάκη,' του λέει ο Xότζας 'τίποτα δε νοιώθεις' (Papatsonis) |
- poem .. μυαλό | που το 'χω, να το πάρουν οι διαβόλοι, | τώρα καλά με λένε | κι αχμάκη και τρελό (Malakasis)
[fr Turk ahmak 'id.']
- deficient in understanding or intellect, stupid, thickheaded (syn βλάκας, κουτός, χαζός):