Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφροδίκτυο [afro∂íktio] το, (L) fish.
- floating gill net, surface net (syn αφρόδιχτο):
- αλίευση ρεγγών με αφροδίκτυα γίνεται την άνοιξη
[fr kath (neol) αφροδίκτυον, cpd w. δίκτυον]
- floating gill net, surface net (syn αφρόδιχτο):
- αφροδίσια [afro∂ísia] τα, (L)
- ① AG relig, usu cap festival in honor of Aphrodite:
- ο σύγχρονος 'κατακλυσμός', που είναι μια μεγάλη λαϊκή γιορτή, .. κατεβαίνει από αρχαϊκές ακρώρειες, από τα Aφροδίσια και τα Aδώνια (Panagiotop)
- ② sexual pleasures:
- η τέχνη προκαλεί .. την τάση προς τα ~ (Dizikirikis)
- ③ med venereal diseases (syn phr αφροδίσια νοσήματα, κοινωνικές ασθένειες):
- κάποια ~, όπως η σύφιλη, είναι παράγοντες για την καρκινογένεση |
- αφού ψώνισε στα διάφορα κέντρα διασκεδάσεως τα διάφορα ~, .. παίρνει σύζυγο για νοσοκόμο (Katsigra) |
- είπε .. να προσέξουμε, οι γυναίκες εδώ είναι φίσκα στ' ~ (Karagatsis) |
- υπάρχει εκεί σήμερα ένα ολόκληρο εκατομμύριο ασθενών από ~ (Athanasiadis-N)
[fr kath τα αφροδίσια ← K (also pap), AG (Hippocr, Plato etc), substantiv. n pl of αφροδίσιος]
- ① AG relig, usu cap festival in honor of Aphrodite:
- αφροδισία [afro∂isía] η, (L)
- ① sexual capability, desire, or activity, sexuality (syn ερωτισμός, σεξουαλικότητα, ant αναφροδισία)
- ② emphasis upon or excessive concern w. sex, sexualism, lustfulness (syn αφροδισιασμός 1, ερωτισμός, σεξουαλισμός)
[fr kath (neol) αφροδισία ← LLat aphrodisia 'age of love', this der of Gr αφροδίσιος]
- αφροδισιακό [afro∂isiakό] το, (L)
- substance believed to increase one's sexual prowess or desire, aphrodisiac:
- τους είχε ακούσει να συζητάνε για το ποιο ~ ήταν το πιο δυνατό (Roufos) |
- το καλύτερο ~ είναι η νεότητα σ' ένα γερό σώμα (Katsigra)
[fr kath αφροδισιακόν (sc φάρμακον), substantiv. n of αφροδισιακός]
- substance believed to increase one's sexual prowess or desire, aphrodisiac:
- αφροδισιακός, -ή, -ό [afro∂isiakós] (L)
- ① sexual, libidinal, sensual (syn αφροδίσιος 1, γενετήσιος, ερωτικός, σεξουαλικός, ant αναφροδισιακός, αντιαφροδισιακός):
- αφροδισιακή διέγερση |
- αφροδισιακές σχέσεις
- ⓐ pertaining to or causing an increase in one's sexual prowess or desire, aphrodisiac:
- αφροδισιακή τροφή |
- αφροδισιακό φάρμακο |
- στον καρπό της [μυρτιάς] αποδίδονται αφροδισιακές ενέργειες (FKakridis)
- ② med communicable through sexual contact, affecting the genitals, venereal (syn αφροδίσιος 2):
- αφροδισιακή πάθηση |
- αφροδισιακό νόσημα |
- όσο για την αφροδισιακή μόλυνση, συμβουλεύει αποχή επαφής (Louros)
- ③ characterized by sensuality or passion (near-syn διονυσιακός, ant απολλωνιακός):
- στέκεται η Σαπφώ, μαζί Mούσα και λύσσα, ψυχή απολλωνιακή και αφροδισιακή, βασίλισσα του στίχου και σκλάβα του καημού (Palam)
[fr kath αφροδισιακός ← K (Diodor. Sic., 1st c. BC; also pap), der of αφροδίσιος]
- ① sexual, libidinal, sensual (syn αφροδίσιος 1, γενετήσιος, ερωτικός, σεξουαλικός, ant αναφροδισιακός, αντιαφροδισιακός):
- αφροδισιασμός [afro∂isiazmós] ο, (L)
- ① sexualism, lustfulness, venery (syn in αφροδισία 2):
- άνθρωπος με έντονο αφροδισιασμό highly-sexed person |
- με το διεστραμμένο αφροδισιασμό της χορτάτης σάρκας ανάσαινε τις αρμυρές οσμές, που ανάδινε το κορμί της αγαπητικιάς του (Karagatsis)
- ② activity aimed at sexual gratification, sexual intercourse, venery, coitus:
- τα κορίτσια γύρισαν τσακισμένα από τα παράξενα χάδια του .. και μισότρελα από τους παράξενους αφροδισιασμούς του (id.)
[fr kath αφροδισιασμός ← AG ('sexual intercourse', Hippocr, Aristotle), der of AG ἀφροδισιάζω 'have sexual intercourse']
- ① sexualism, lustfulness, venery (syn in αφροδισία 2):
- αφροδισιολογία [afro∂isioloyía] η, (L) med
- study of venereal diseases, venereology [fr kath (neol:
- Koumanoudis
[1840]) αφροδισιολογία, der of αφροδισιολόγος]
- study of venereal diseases, venereology [fr kath (neol:
- αφροδισιολογικός, -ή, -ό [afro∂isioloyikós] (L) med
- pertaining to or dealing w. venereal diseases:
- αφροδισιολογική εταιρία, κλινική |
- αφροδισιολογικό τμήμα του θεραπευτηρίου
[fr kath (neol) αφροδισιολογικός, der of αφροδισιολόγος]
- pertaining to or dealing w. venereal diseases:
- αφροδισιολόγος [afro∂isiolόγos] ο, (L) med
- specialist in venereal diseases, venereologist
[fr kath (neol) αφροδισιολόγος, cpd of αφροδίσια & combin form -λόγος]
- αφροδισιομανής [afro∂isiomanís] ο, (L)
- person excessively desirous of sex, sex maniac (syn σεξομανής)
[fr kath (neol) αφροδισιομανής, cpd w. combin form -μανής; cf ανδρομανής, αρρενο-, γυναικο-, ερωτο-, νυμφομανής etc]