Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφρίζω [afrízo] ipf άφριζα, aor άφρισα (subj αφρίσω)
- Ⓐ intr
- ① produce or gather froth, be foamy, foam (syn αφρολογώ 1):
- το κύμα, το ποτάμι αφρίζει |
- η μπίρα, η σαμπάνια αφρίζει |
- phr αφρίζει, ξαφρίζει, τον παρά μου έδωκα, θα το φάω I've paid my money, I'll enjoy it (said after a man bought soap instead of cheese but ate it despite the fact that it foamed) |
- η θάλασσα η φοβισμένη άφρισε τώρα (Karkavitsas) |
- παιδιά, γυναίκες, άντρες, μπορείς να τους δεις ξαφνικά να πέφτουν κάτω και ν' αφρίζουν (at the mouth in an epileptic seizure) (Kazantz) |
- τους έφερε ακόμα ένα κανάτι φρεσκοαρμεγμένο γάλα, που άφριζε (Myriv) |
- poem .. ο πόντος όλος | βογγάει κι αφρίζει σύγκορμος (Sikel) |
- μια πλώρη έρχεται αφρίζοντας (Elytis)
- ⓐ foam up, be full, overflow (near-syn ξεχειλίζω):
- poem αφρίζουν τα ποτήρια | της αδικίας κλ (Kalvos) |
- μούργα ακάθαρτη κάθισε στις κούπες, | που πριν αφρίζαν ξέχειλες! (FPolitis)
- ② fig froth at the mouth, be or become exceedingly angry, foam, rage (syn αφροκοπώ 2, αφρομανώ 2, λυσσομανώ, μανιάζω, φρενιάζω):
- άφρισε ο Π., λύσσαξε κι έσκισε το γράμμα (Xenop) |
- ο Aλή-πασάς είχεν αγριέψει κι άφριζε (Petsalis) |
- οι κομμουνιστές αφρίζουν από το κακό τους (ChZalokostas) |
- ένας σοβαροφανής .. κύριος πετάχθηκε απ' την καρέκλα του αφρίζοντας (Psathas)
- ⓑ rise up or come out in anger:
- poem ο βόγγος, η κατάρα κι η βλαστήμια | άφριζε στα χείλη μας (Melissanthi)
- Ⓑ trans
- ③ cause to foam, froth, churn:
- περιμένουνε να σηκωθεί φρεσκαδούρα, που ν' αναταράξει και ν' αφρίσει το νερό (Bastias) |
- poem κι εσύ που άφριζες τις θάλασσες, γοργόνα, | και καμάρι εσύ που ζούσες του σπιτιού (Palam)
- ⓒ produce as froth:
- τα μάτια του βγάζουν αστραπές, το στόμα του αφρίζει δηλητήριο (Athanasiadis-N)
- ④ cover w. foam, lather (near-syn σαπουνίζω):
- το 'καμε χάζι ν' αφρίζει με το πινέλο τα μάγουλά του, για να ξουριστεί (Myriv)
[fr postmed, MG (Παράφρ. Mανασσή 278; etc) ← K (Theophr, de causis plant., 6.1.5) ← AG (Soph, Hippocr etc) ἀφρίζω, der of ἀφρός]
- αφρίζων, -ουσα, -ον [afrízon] (L)
- foamy, frothy (syn in αφράτος 1):
- αφρίζοντα κύματα naut whitecaps, white horses |
- poem να μη ακούει τ' αφρίζοντα ποτήρια μες σε καπνούς και φλόγας | τον βίαιο άνεμο που χτυπά και σχίζει τα παράθυρα (Themelis)
[fr kath αφρίζων, prp of αφρίζω]
- foamy, frothy (syn in αφράτος 1):