Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφορίζω
1 εγγραφή
αφορίζω [aforízo] ipf αφόριζα, aor αφόρισα (& D αφόρεσα; subj αφορίσω & D αφορέσω), mediop αφορίζομαι, aor αφορίστηκα (subj αφοριστώ)
  • ① (L) delimit, demarcate (syn ορίζω, οροθετώ):
    • η βάλανος του πέους αφορίζεται στη βάση της από προέχον χείλος, το οποίο λέγεται 'στεφάνη της βαλάνου' (Katsigra, adapted)
  • ② expel or exclude fr a community or group, excommunicate:
    • αν τον διώξουν από [την κάστα του], αν τον αφορίσουν, γίνεται παρίας, δηλ. έξω από κάθε κάστα (Evelpidis) |
    • μας παίρνει η καταφρόνεση και κιντυνεύουμε ν' αφοριστούμε από τη θάλασσα (Vlami)
  • ⓐ eccl expel fr or deny communion w. a church, excommunicate, anathematize (syn αναθεματίζω 1):
    • τον επροσκαλούσαν να βγάλει δαιμόνια, ν' αφορέσει κακόγνωμα στοιχειά και ανθρώπους (Karkavitsas) |
    • ο πάπας αφόρεσε τους εικονομάχους (Evelpidis) |
    • οι αρχιεπίσκοποι, αντί να αφορίζουν τους κλέφτες, θα υψώνουν τα λάβαρα της επανάστασης (Athanasiadis-N) |
    • εκατοντάδες, χιλιάδες .. μάρτυρες του πνεύματος .. καταδιώχτηκαν, αφορίστηκαν, εξορίστηκαν (Ploritis)
  • ⓑ prohibit the use of (on pain of excommunication), ban, proscribe, forbid:
    • ο Γρηγόριος αφόρισε τα χαρτιά του Pήγα, για να ησυχάσει το σουλτάνο (Melas)
  • ③ denounce, condemn (syn αναθεματίζω 3, αποκηρύσσω 1, καταδικάζω):
    • poem .. όλοι μ' ένα στόμα αυτό το κίνημα | το κατακρένουν με καημό και το αφορίζουν (Rotas)

[fr postmed, MG (Makremvolitis, Assizes etc) αφορίζω ← PatrG 'excommunicate', NT (Luke 6.22) 'cast out, excommunicate', K (also pap), AG, cpd of pref ἀφ- & ὁρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες